Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2016

Μια μέρα φτάνει… (Β΄)



(Συνέχεια από το προηγούμενο)


Το αγόρι αφού ξεπέρασε εκείνη τη δύσκολη στιγμή, που παραλίγο να αυτοκτονήσει, ενεργοποίησε μία δύναμη, χαρακτηριστική της φυλής μας, που μας επέτρεψε να έχουμε παραμείνει ζωντανοί, να συνεχίζουμε τη προσπάθεια αν και βλέπουμε όλα να χάνονται, πιάνοντας την καθημερινή επιβίωση χωρίς να γνωρίζεις αν αύριο είσαι ζωντανός, αλλά εσύ να πορεύεσαι και να μάχεσαι. Ξύπνησε μέσα του μια δύναμη που επέτρεψε στους προγόνους μας να δημιουργήσουν πολιτισμούς, να ξεχυθούν στο άγνωστο με τα καραβάκια τους, να αντιμετωπίζουν τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, να υποστούν κινδύνους και ταπεινώσεις, αυτοί όμως να προχωράνε, πρωτοπόροι σε μέρη χωρίς χάρτη.

«Θα τα καταφέρω!» σκεφτόταν το αγόρι σε κάθε μία ταπείνωση που του κάνανε, γεννώντας μέσα του τη ψυχική και τη σωματική δύναμη για να μπορέσει να ξεπεράσει κάθε δυσκολία, ανέπτυξε μέσα του το θράσος ότι ναι, μπορεί να κάνει τα πάντα αν χρειαστεί, απέναντι σε αυτούς τους κουραμπιέδες που ζήσανε μία άνετη ζωή, και μένουν άχαροι και ανώριμοι να μην καταλαβαίνουν τον άλλους και τον εαυτό τους. Όταν πλέον μέσα του αντιμετώπισε και τον ίδιο του το φόβο, και τον κοίταζε σαν ένα γνωστό του πρόσωπο πια, συνειδητοποίησε ότι δεν υπάρχει περίπτωση να μην τα καταφέρει. Χρησιμοποίησε το μυαλό, τη σκληρή δουλειά του, την οικονομία του, την εκμετάλλευση κάθε ευκαιρίας, κάθε ανθρώπου, ναι, έπρεπε να τα καταφέρει, και χρόνο με το χρόνο τα κατάφερε. Το αγόρι γινόμενο άντρας πια, απέκτησε μία περιουσία, που συνεχώς αυξανόταν.

Πέρασαν τα χρόνια και το αγόρι έγινε πια ένας Κύριος. Όποτε περνούσε από τη πλατεία, οι παλιοί συμμαθητές του, οι ίδιοι αυτοί που τον κοροϊδεύανε ξυπόλητο κάποτε, τώρα σηκωνόντουσαν με σεβασμό για να τον χαιρετήσουνε, να του σφίξουν το χέρι, να του πούνε έναν καλό λόγο. Βλέπεις, ο κύριος είχε πια λεπτά, πολλά λεπτά, και όλοι στη πόλη είχανε την ανάγκη του. Τα λεφτά και η περιουσία όμως είχαν φέρει και μία παρενέργεια, μία αρρώστια: Ο κύριος ασχολούταν μόνο με το πώς θα αυξήσει την περιουσία του, ξεπουλώντας την συνείδησή του, τα συναισθήματά του, τις σχέσεις του, τους άλλους ανθρώπους, τα όνειρά του. Όλα είχαν μία αξία, τη μεγαλύτερη αξία ωστόσο είχε το κέρδος.

Για το κέρδος άφησε τη κοπέλα που τον αγάπησε και την αγαπούσε, γιατί ήταν φτωχή, δεν τον συνέφερε βλέπεις να τη πάρει, είχε πολύ καλύτερη πρόταση….

Για το κέρδος φερόταν σα σε σκύλο σε κάθε άτομο του προσωπικού του. «Καλύτερα σε σέβονται όταν σε φοβούνται, εξάλλου το προσωπικό είναι για εκμετάλλευση, όχι για φιλίες!» ήταν το δόγμα του.

Για το κέρδος κάλεσε το συμβολαιογράφο απόψε στο σπίτι του…

Του είχε τραπέζι…., βλέπεις, κολακευόταν ο κύριος να κάνει επίδειξη ισχύος στα σημαίνοντα πρόσωπα της πόλης του. «Φάε από τη γαλοπούλα κύριε Ματθαίο! Πιες από το κρασί μου, θα δεις ότι τέτοιο κρασί δεν έχεις ξαναπιεί!», είπε στον Συμβολαιογράφο. «Φέρτε κι’ άλλο κρασί! Κι’ άλλο κρέας! Τι τα φτιάξαμε;
Για να τα φάμε, και να τα πιούμε!». Μιλούσε συνεχώς με στόμφο ο κύριος, έλεγε τη χιλιοειπωμένη ιστορία του, πως ξεκίνησε, πόσο δούλεψε, πόσο αγωνίστηκε για να φτάσει αυτό που είναι σήμερα, ο πλουσιότερος άνθρωπος της πόλης, και πάντα με συγκίνηση τελείωνε με το ρεφραίν: «Ξέρεις πως με φωνάζαν οι συμμαθητές μου;…………. - Ο Ξυπόλητος!» έλεγε, ενώ αληθινά δάκρυα συγκίνησης, έτρεχαν στα μάγουλά του.

«Αρκετά, σε κούρασα με την ιστορία μου, κύριε Ματθαίο! Εδώ ωστόσο, έχουμε μία σοβαρή ιστορία και για αυτό σε κάλεσα απόψε….. Πρόκειται για τη κόρη μου! Με παράτησε, με πρόδωσε, θέλω να την αποκληρώσω! Έμπλεξε με αυτόν τον προικοθήρα, το χαμένο κορμί, τον αλήτη, και έφυγε και με παράτησε! Άκου εκεί,αγαπηθήκαν τα παιδιά….. Με ποιο δικαίωμα κυρία μου αγαπηθήκατε; Εμένα τον πατέρα σου με ρώτησες; Εγώ ήδη έχω δώσει το λόγο μου, στο χασάπη τον κυρ Παναγιώτη που έχει 3.000 γελάδια. Ήδη έχουμε συμφωνήσει να φτιάξουμε συνεταιρικά ένα μεγάλο σφαγείο και μαζί και έναν γάμο και αυτή σηκώθηκε και έφυγε επειδή αγάπησε λέει; Όχι, θα τιμωρηθεί και αυτή και ο αλήτης που έφυγε μαζί. Θα του κάνω μήνυση για απαγωγή, για κλοπή κορασίδος»

- «Μα, όλοι ξέρουν ότι τα παιδιά κλεφτήκανε»… ψέλλισε ο Συμβολαιογράφος….

- Με άγριο μάτι απάντησε ο κύριος: «Κατά πρώτον ΕΓΩ είμαι το θύμα και ο παθών, τα δικά μου συμφέροντα θίγονται με αυτή την απαγωγή, και κατά δεύτερον ο σκοπός μου είναι να τους τρέχω στα δικαστήρια, να πάει αυτός ο αλήτης φυλακή, έχω τον τρόπο μου να το καταφέρω…. Και μετά, αυτή η χαμένη θα έρθει γονατιστή πίσω να ζητήσει συγνώμη και … να πάρει το χασάπη! Αύριο θα έρθω, ετοίμασε τα χαρτιά, θέλω πράξη αποκλήρωσης, θέλω εξώδικα, θέλω μηνύσεις! Τελείωσε! Αφού θέλουν πόλεμο, θα τον έχουν!»

Είχε περάσει πια η ώρα του δείπνου, έφυγε ο καλεσμένος, και ο κύριος ζαλισμένος από το πιοτό, έπεσε για ύπνο. Ένας ύπνος βαρύς, που και σε αυτόν επαναλαμβανόταν η ιστορία του: Πως τα κατάφερε, αυτός, που κάποτε ήταν ξυπόλητος….
……..

Ωστόσο, αυτό το βράδυ ήταν διαφορετικό......., μία απρόσμενη επίσκεψη ήρθε στο όνειρό του. Ήταν ο Άγγελος του, που γέμισε φως τις σκιές των ονείρων του, τον ακούμπησε μαλακά στον ώμο του, και του είπε: «Ξύπνα φίλε μου αγαπημένε, έρχεται η ώρα σου, ήρθα να σε πάρω…..»








(Συνεχίζεται)