Μια μέρα, καθώς προχωρούσε με τ’ ασημόχειλο τσεκούρι του στο δάσος να κόψει ξύλα, ένας παράξενος γέροντας πρόβαλε πίσω από ένα δέντρο. «Δεν υπάρχει λόγος να βασανίζεις τον εαυτό σου κόβοντας ξύλα», τον καλόπιασε ο γέρος. «Θα σε ντύσω στα χρυσά αν μου δώσεις αυτό που στέκεται πίσω απ’ τη μυλόπετρά σου.»
«Μα τι άλλο υπάρχει πίσω από τη μυλόπετρά μου παρά η λουλουδιασμένη μηλιά;», αναρωτήθηκε ο μυλωνάς κι έτσι συμφώνησε με την πρόταση του γέροντα.
«Σε τρία χρόνια από σήμερα, θα έρθω να πάρω αυτό που μου ανήκει», γέλασε θριαμβευτικά ο γέρος άντρας και κουτσαίνοντας εξαφανίστηκε πίσω από τα δέντρα.