Σε μέρες περασμένες, σε μια μικρή αλλά οικονομικά ανθηρή πόλη, ζούσε ένας έμπορος που εμπορευόταν χαλιά, ελεφαντόδοντο, μπαχαρικά και ροδέλαιο. Η εξυπνάδα, η ευγένεια, η ευσέβεια και η ακεραιότητά του αλλά και ο άψογος τρόπος που διαχειριζόταν τις δουλειές του, του εξασφάλιζαν την γενική εμπιστοσύνη και εκτίμηση.
Κάποια μέρα εμφανίστηκε μια ευκαιρία για να αποκτήσει ένα μεγάλο φορτίο σκόνης χρυσού σε χαμηλή τιμή και να την μεταπωλήσει με κέρδος τόσο ψηλό που θα τριπλασίαζε την περιουσία του. Για να συγκεντρώσει όμως το ποσό που χρειαζόταν, έπρεπε να συμβάλει όχι μόνο όλα του τα χρήματα αλλά να δανειστεί κι επιπλέον να πουλήσει όλα του τα εμπορεύματα σε τιμές ευκαιρίας. Αφού μέτρησε προσεκτικά τα υπέρ και τα κατά, είδε οτι η συμφωνία ήταν επικερδής και η μόνη περίπτωση για να αποτύχει θα ήταν αν η Μοίρα στρεφόταν εναντίον του· οπότε αποφάσισε να διακινδυνεύσει όλη την περιουσία και την τύχη του στην αποστολή.
Μέσα σε μια βδομάδα έκανε όλες τις απαραίτητες προετοιμασίες, χωρίς να αποκαλύψει σε κανένα μέλος τού σπιτικού του το μυστικό, όπως αρμόζει σ’ έναν οξυδερκή και προσεκτικό άνθρωπο. Τις μικρές ώρες τής νύχτας της Πέμπτης-μια ευοίωνη ώρα για όλες τις επιχειρήσεις του-είπε στον μεγαλύτερο γιό του. «Σέλωσε την φοράδα για σένα και το μουλάρι για μένα.»