«Fisherman» του Paul Klee


Κάποτε, πριν καν ο κόσμος πάρει τη σημερινή του μορφή, τους ανθρώπους τους ενοχλούσε ένα παράξενο πνεύμα, το οποίο κατέστρεφε τις στέγες των σπιτιών τους, χαλούσε τα εργαλεία τους και τρυπούσε τα ρούχα τους. Πέρασε λίγος καιρός και οι χωρικοί δεν άντεχαν άλλο, έτσι αποφάσισαν να πάνε στο Θεό-Κοράκι. Όταν τον βρήκαν, είδαν πως ήταν απασχολημένος: δημιουργούσε μια οροσειρά, μήπως και προστατέψει τα φυτά από το βόρειο άνεμο, που δεν άφηνε τίποτα όρθιο. Το Κοράκι δε χάρηκε ιδιαίτερα σαν τους είδε και τους ζήτησε να περιμένουν μέχρι να τελειώσει με τις δουλειές του.
«Δεν μπορούμε να περιμένουμε», είπε ένας άντρας. «Ψάρευα μεσοπέλαγα με τη βάρκα μου κι όλα ήταν γαλήνια, όταν ξαφνικά κάποιος μ’ έριξε στο νερό κι αναποδογύρισε τη βάρκα. Κι εκεί που πίστευα ότι πάει, δεν θα τη γλιτώσω, κάτι με πέταξε πίσω στη βάρκα μου και βρέθηκα μ’ όλα μου τα ψάρια καπέλο.»
«Άκουσες κάτι;», ρώτησε το Κοράκι.
Αυτή τη φορά, μια χορωδία από φωνές προστέθηκε στη φωνή του άντρα. «Κανείς δεν έχει δει κάτι, αλλά έχουμε ακούσει κάτι. Όταν αναποδογύρισε η βάρκα, ένα πνεύμα μονολογούσε «όχι-όχι-όχι» και μόλις βρέθηκα πάλι μέσα στη βάρκα, παρέα με τα ψάρια μου, το ίδιο πνεύμα μουρμουρούσε «ναι-ναι-ναι»
«Είναι σαν ένα πνεύμα που δεν μπορεί ν’ αποφασίσει τι θέλει», είπε μια γυναίκα. «Αναποδογυρίζει ένα τσουκάλι και ψιθυρίζει «όχι-όχι-όχι» και μετά επιστρέφει το φαγητό στο τσουκάλι λέγοντας «ναι-ναι-ναι». Μας έχει τρελάνει όλους.»
Το Κοράκι αποκρίθηκε: «Δεν είδα, ούτε άκουσα ποτέ το πνεύμα αυτό, αλλά θα έρθω μαζί σας και θα δω τι μπορώ να κάνω.» Οι άνθρωποι συνόδεψαν το Κοράκι στο χωριό τους. Ξαφνικά, το Κοράκι ένιωσε κάτι να του τραβά τα φτερά της κεφαλής του. «Σταμάτα αμέσως, με πονάς.» Όποιος κι αν τον μαδούσε, ευθύς σταμάτησε. Κοίταξε γύρω του, αλλά δεν είδε τίποτε πέρα από μια μεγάλη σκιά στο έδαφος. Κατάλαβε πως επρόκειτο για ένα πνεύμα. Το Κοράκι το ρώτησε: «Ποιος είσαι; Γιατί με μαδάς;»
Το Κοράκι άκουσε ένα σιγανό «ναι-όχι-ναι-όχι-ναι-όχι».
«Μόνο αυτό μπορείς να πεις όλο κι όλο;», ρώτησε το Κοράκι.
Και το πνεύμα απάντησε πάλι «ναι-όχι-ναι-όχι».
Το Κοράκι ξαναρώτησε: «Από που έρχεσαι;»
«Έχω χαθεί», του αποκρίθηκε το πνεύμα.
«Πώς γίνεται αυτό;», επέμεινε το Κοράκι.
«Ποτέ δεν κατάφερα να βρω ένα σχήμα δικό μου», του απάντησε ξανά το πνεύμα. «Όταν ήμουν λύκος πεινούσα. Όταν ήμουν αετός ένιωθα μοναξιά. Μπορείς να με βοηθήσεις; Όλοι οι άλλοι με αποφεύγουν.»
Και το Κοράκι του πρότεινε: «Πώς θα σου φαινόταν να γινόσουν φάλαινα; Θα ήσουν το μεγαλύτερο πλάσμα των ωκεανών. Δεν θα ‘χες παρά ν’ ανοίξεις το στόμα σου για να βρεις τροφή.»
«Ναι-ναι-ναι», είπε το πνεύμα. Το Κοράκι χαμογέλασε, αλλά καθώς ετοιμαζόταν να πραγματοποιήσει την επιθυμία του πνεύματος, αυτό είπε «όχι-όχι-όχι, θα ήταν τόσο κουραστικό να κολυμπώ όλη μέρα.»
Το Κοράκι απάντησε «μα αν ήσουν φάλαινα, θα σου άρεσε να κολυμπάς». Όμως το πνεύμα δε συμφωνούσε με τίποτα να γίνει φάλαινα. 
Τότε το Κοράκι του πρότεινε να το μεταμορφώσει σε μία όμορφη κοπέλα. Στην αρχή το πνεύμα συμφώνησε και μετά αρνήθηκε.
«Κάθε όμορφη κοπέλα κάποτε μεγαλώνει κι όλοι παύουν να τη λαμβάνουν σοβαρά υπ’ όψη τους.» Αποθαρρυμένο, το πνεύμα άρχισε ν’ ανοίγει τρύπες σε μια καινούργια κουβέρτα. «Σταμάτα αμέσως!», το διέταξε το Κοράκι. «Άκουσέ με. Ξέρω ένα μέρος εδώ κοντά, στο οποίο ζει ένας σαμάνος πολύ γέρος για να κάνει οτιδήποτε. Θα μπορούσες να ζήσεις μέσα του κι έτσι θα είχες την προσοχή ολόκληρου του χωριού στραμμένη απάνω σου.»
«Και πώς θα μπω μέσα του; Κι αν ο σαμάνος δεν με θέλει;», ρώτησε το πνεύμα.
«Άσε με εμένα να το φροντίσω αυτό», το καθησύχασε το Κοράκι. «Θα σου εξηγήσω τι ακριβώς πρέπει να κάνεις. Θα περιμένουμε μέχρι ν’ αποκοιμηθεί και τότε θα γλιστρήσεις μέσα του και θα κοιμηθείς κι εσύ μέχρι να ξημερώσει. Με τη δική σου σοφία, ο σαμάνος θα μεταμορφωθεί σε ένα σπουδαίο, σοφό άνθρωπο.» Κάπως απρόθυμα είν’ η αλήθεια, το πνεύμα επέτρεψε στον εαυτό του να πειστεί.
Το Κοράκι και το πνεύμα ταξίδεψαν μέχρι το επόμενο χωριό. Οι άνθρωποι εκεί ήταν θυμωμένοι. Δε δούλευε κανένας. Είπαν στο Κοράκι: «Αν ρωτήσουμε το σαμάνο μας, εάν πρόκειται να είναι μια καλή μέρα για ψάρεμα, θα μας πει ναι. Βγαίνουμε κι εμείς με τις βάρκες και την επόμενη στιγμή έρχεται μια καταιγίδα και τις αναποδογυρίζει. Τίποτε απ’ όσα λέει δεν ισχύει. Δεν είναι παρά ένας ανόητος. Δεν έχει κανένα νόημα να ζητάς συμβουλές απ’ αυτόν.»
Το Κοράκι τους άκουσε προσεχτικά κι έπειτα τους συμβούλεψε: «Σταματήστε να μιλάτε κατ’ αυτόν τον τρόπο και ακούστε με καλά. Αφήστε τις καρδιές σας να γαληνέψουν και πηγαίνετε να κοιμηθείτε. Σας υπόσχομαι ότι σαν έρθει η ώρα να ξυπνήσετε, ο σαμάνος σας θα είναι πλέον σοφός.»

«Ode to the shaman» της Melinda McCarthy

Εκείνη τη νύχτα, το Κοράκι και το πνεύμα κάθισαν και περίμεναν. Όταν πια ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει για τα καλά, το Κοράκι είπε στο πνεύμα: «Όταν ο σαμάνος ανοίξει το στόμα του, θα πρέπει να μπεις.» Το πνεύμα άρχισε να τρέμει απ’ το φόβο του και να διαμαρτύρεται, όμως το Κοράκι του υποσχέθηκε «άμα δεν σου αρέσει μέσα στο σαμάνο, μπορείς να φύγεις. Μπες τώρα!» Κι όταν το πνεύμα εισχώρησε στην ψυχή του σαμάνου, το Κοράκι αναστέναξε ανακουφισμένο.
Όταν πια οι πρωινές φωτιές στις εστίες των σπιτιών είχαν φουντώσει για τα καλά, οι χωριανοί άρχισαν να καταφτάνουν ομαδικά στο καλύβι του σαμάνου. «Θα είναι μια καλή μέρα για ψάρεμα η σημερινή;», ρώτησε ένας.
«Ναι-ναι-ναι. Θα συναντήσετε μεγάλα κοπάδια ψαριών.»
«Ευχαριστώ», απάντησε κατευχαριστημένος ο ψαράς.
«Από την άλλη όμως», συμπλήρωσε ο σαμάνος, «ίσως να μην καταφέρεις να πιάσεις ούτε λέπι.»
Ο ψαράς κούνησε καταφατικά το κεφάλι του κι απομακρύνθηκε, παραμένοντας ικανοποιημένος με την απάντηση που είχε λάβει.
«Πες μου», ρώτησε μια νέα γυναίκα, «είναι η κατάλληλη στιγμή να φυτέψω τους σπόρους μου;»
«Ναι-ναι-ναι», είπε ο σαμάνος. «Το έδαφος είναι έτοιμο.» Καθώς η γυναίκα γύρισε να φύγει, συμπλήρωσε «ίσως όμως να μην αρκεί η βροχή που ‘χει ρίξει για να φυτρώσουν.» Η γυναίκα έφυγε, αναλογιζόμενη με ποιο τρόπο θα φροντίσει να έχουν αρκετό νερό τα φυτά της.
Όταν πια όλοι οι χωρικοί είχαν απομακρυνθεί, το Κοράκι ρώτησε: «Πνεύμα, είσαι ευτυχισμένο;»
«Είμαι ο σαμάνος του χωριού. Κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ για τους ανθρώπους μου», του αποκρίθηκε με θαυμαστή αξιοπρέπεια το πνεύμα. Και το Κοράκι χαμογέλασε. Προχώρησε ανάμεσα στους ανθρώπους του χωριού, στήνοντας αυτί στις κουβέντες τους.
«Σ’ ευχαριστούμε Κοράκι», είπε ένας από τους χωρικούς. «Ο σαμάνος μας άλλαξε προς το καλύτερο, όπως ακριβώς μας είχες υποσχεθεί. Τώρα πλέον μας λέει «ίσως ο καιρός να ‘ναι καλός, ίσως όμως και να χαλάσει». Πράγματι, ο σαμάνος δε λαθεύει ποτέ.»

Alida Gersie & Nancy King (1992:128-130) STORYMAKING IN EDUCATION & THERAPY, Jessica Kingsley Publishers & the Stockholm Institute of Education Press, Stockholm – Sweden
https://mythoplasieskiafigiseis.wordpress.com