Τρίτη 1 Ιουλίου 2014

Ο Γλάρος και το Φως


Όταν το Μεγάλο Πνεύμα έφτιαξε όλα τα πράγματα, έδωσε στους Πρώτους Ανθρώπους δώρα, κλεισμένα σε σκαλισμένα κουτιά από κέδρο. Οι Πρώτοι Άνθρωποι ήταν τα ζώα, τα πλάσματα που υπήρχαν πριν από εμάς.
Σε ένα κουτί υπήρχε το νερό. Και όταν το κουτί ανοίχτηκε, όλο το νερό βγήκε έξω και ανέβηκε στον ουρανό. Έτσι έγιναν τα σύννεφα. Μετά, έπεσε σαν βροχή από τον ουρανό και σχημάτισε τα ποτάμια που χύθηκαν στα μεγάλα κοιλώματα και έγινε η θάλασσα.
Σε ένα άλλο κουτί, ήταν όλα τα βουνά. Τοποθετήθηκαν εκεί που στέκονται ακόμα, μέχρι σήμερα. Σε άλλα δύο κουτιά, ήταν όλοι οι σπόροι των φυτών και ο άνεμος, που φύσηξε και τους σκόρπισε στις τέσσερις γωνιές του κόσμου…
Όλοι οι Πρώτοι Άνθρωποι άνοιξαν τα κουτιά τους, εκτός από το Γλάρο. Στο κουτί του Γλάρου ήταν όλο το φως του κόσμου. Όμως, ο Γλάρος, κράταγε σφιχτά επάνω του το κουτί, χωρίς να το ανοίγει με συνέπεια, τον πρώτο καιρό, στον κόσμο υπήρχε μόνο σκοτάδι…
Τα ζώα άνθρωποι ζητούσαν από τον Γλάρο να ανοίξει το κουτί, αλλά αυτός δεν δεχόταν και κράταγε το κουτί κάτω από τη φτερούγα του, σφιχτά. Έτσι, οι Πρώτοι  Άνθρωποι  ζήτησαν τη βοήθεια του Κόρακα, που ήταν ξάδελφος του Γλάρου.
Και τί δεν δοκίμασε ο Κόρακας για να πείσει τον Γλάρο να ανοίξει το κουτί με το φως του κόσμου. Τον παρακάλεσε, τον κολάκεψε, τον απείλησε,.. τίποτα! Σκέφτηκε τότε ο Κόρακας, νευριασμένος: “Ο Γλάρος κάνει κακό σε όλους τους Ανθρώπους. Του αξίζει να του μπει ένα αγκάθι στο πόδι…
Ο,τι σκεφτότανε ο Κόρακας, γινόταν πραγματικότητα. Ξαφνικά ο Γλάρος  άρχισε να σκούζει από πόνο: “Το πόδι μου, το πόδι μου, κάτι τρύπησε το πόδι μου!..”
Ο Κόρακας προσφέρθηκε να βοηθήσει, σαν να μην ήξερε τί είχε συμβεί. Έσκυψε, λοιπόν, είδε το αγκάθι, αλλά αντί να το τραβήξει έξω το έσπρωξε ακόμα πιο μέσα!
“Ωχ, Γλάρε μου, με συγχωρείς. Δεν βλέπω τί κάνω. Μακάρι να υπήρχε φως, έστω και λίγο,.. Θα έβλεπα τι είναι αυτό που σε πονάει και οπωσδήποτε κάτι θα έκανα…”
Τότε, ο Γλάρος άνοιξε λίγο το καπάκι και άφησε να βγει λίγο φως από το κουτί. Ξέφυγαν πολλά μόρια φωτός, ξεχύθηκαν στον ουρανό και ο Κόρακας ήταν ο πρώτος που είδε τα Αστέρια. Και ήταν πολύ όμορφα…
Έσκυψε ξανά ο Κόρακας κοντά στο πόδι του Γλάρου και έσπρωξε ακόμα πιο μέσα το αγκάθι. Ο Γλάρος έβγαλε δυνατή κραυγή από τον πόνο κλαίγοντας…
“Με συγχωρείς, δεν υπάρχει αρκετό φως. Άνοιξε ακόμα λίγο το κουτί!” είπε ο Κόρακας.
Ο Γλάρος σήκωσε λίγο ακόμα το καπάκι, έτσι ώστε να βγει ένα αμυδρό φως, το οποίο υψώθηκε στον ουρανό. 
Ο Κόρακας ήταν ο πρώτος που είδε το Φεγγάρι. Και ήταν πολύ όμορφο…
Ο Κόρακας έσκυψε ξανά και έσπρωξε πιο βαθειά το αγκάθι μέσα στο πόδι του Γλάρου. Ο Γλάρος έβγαλε μια δυνατή κραυγή, άνοιξε και τα δύο φτερά του και το κουτί έπεσε κάτω. Το καπάκι άνοιξε και μέσα από το κουτί βγήκε μια τεράστια μπάλα από φωτιά η οποία τινάχτηκε ψηλά στον ουρανό. Ο Κόρακας δεν μπορούσε να κοιτάξει αυτό το τόσο δυνατό φως, δεν μπορούσε να κοιτάξει …τον Ηλιο! Μπόρεσε όμως να δει καθαρά και να βγάλει το αγκάθι από το πόδι του Γλάρου…
Ο Γλάρος τότε κατάλαβε ότι η απροθυμία του να δώσει αυτό που κατείχε, του έφερνε πόνο. 
Μόνο όταν δίνεις χωρίς ενδοιασμούς, φεύγει ο πόνος και ανοίγει ο δρόμος για την ελευθερία.
Αν πας ποτέ στα μέρη που ζει ο Γλάρος, θα δεις ότι μερικές φορές το πουλί σηκώνει το ένα του πόδι και στέκεται στο άλλο. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο πόνος από το αγκάθι δεν έχει ξεχαστεί…

Την ιστορία αυτή, τη διηγούνται οι Ινδιάνοι Νούτκα που ζουν στο Βανκούβερ του Καναδά.