Παρασκευή 2 Μαΐου 2014

Ο Μπαμπά Αγιούμπ και ο Δράκος

Μια φορά κι έναν καιρό, την εποχή που οι δράκοι, τα τζίνια και οι γίγαντες περιφέρονταν στη χώρα, ζούσε ένας γεωργός που τον έλεγαν Μπαμπά Αγιούμπ. Ζούσε με την οικογένεια του σε ένα μικρό χωριό με το όνομα Μαϊντάν Σαμπζ. Ο Μπαμπά Αγιούμπ είχε πολλά στόματα να θρέψει και έβλεπε τη ζωή του να χάνεται στη σκληρή δουλειά. Δούλευε ολημερίς, από το ξημέρωμα μέχρι τη δύση του ήλιου, όργωνε το χωράφι του, έσκαβε τη γη και φρόντιζε τα ισχνά φιστικόδεντρά του. Κάθε ώρα της ημέρας, τον έβλεπες σκυφτό στο χωράφι του, φαινόταν μόνο η καμπύλη της πλάτης του, ένα κυρτό ταλαντευόμενο δρεπάνι. Τα χέρια του, που ήταν πάντοτε γεμάτα κάλους, συχνά αιμορραγούσαν και κάθε νύχτα τον έπαιρνε ο ύπνος αμέσως μόλις ακουμπούσε το μάγουλο του στο προσκεφάλι.

     Πρέπει να προσθέσω πως δεν ήταν ο μόνος. Η ζωή στο Μαϊντάν Σαμπζ ήταν σκληρή για όλους τους κατοίκους. Υπήρχαν άλλα πιο προνομιούχα χωριά στον βορρά, στις κοιλάδες, με τα οπωροφόρα δέντρα, τα λουλούδια, το ευχάριστο αεράκι και τα ποτάμια με δροσερό, καθαρό νερό. Αλλά το Μαϊντάν Σαμπζ, ή αλλιώς Πράσινο Λιβάδι, ήταν ένας έρημος τόπος και δεν είχε τίποτα κοινό με την εικόνα που συνειρμικά προκαλούσε το όνομα του. Ήταν χτισμένο σε μια επίπεδη, άνυδρη πεδιάδα, κυκλωμένο από μια κακοτράχαλη οροσειρά.