Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2014

Η Ιστορία ενός Δέντρου

του Πέτρου Κουμπλή
Έβαλε μια τελευταία κατακόκκινη μπάλα στο δέντρο κι έκατσε αναπαυτικά στον καναπέ του, για ν’ απολαύσει το θέαμα. Αυτό ήταν το ωραιότερο χριστουγεννιάτικο δέντρο που είχε στολίσει ποτέ. Αν όχι το ωραιότερο, τότε σίγουρα το πιο εντυπωσιακό. Είχε χρησιμοποιήσει αμέτρητα λαμπάκια και χρωματιστά στολίδια, φανταχτερές γιρλάντες κι ένα μεγάλο χρυσαφένιο αστέρι στην κορυφή.

Ο άνδρας είχε κάνει το καθήκον του. Αυτό που απέμενε ήταν να γεμίσει με δώρα ο κενός χώρος κάτω απ’ το δέντρο, ακριβώς δίπλα στη φάτνη. Κι ήταν βέβαιος πως όλοι θα έρχονταν, γοητευμένοι από το γιορτινό αποτέλεσμα, για να του αφήσουν ένα δώρο. Τέτοιο δέντρο, θα άξιζε δεκάδες συσκευασίες με λαμπερά περιτυλίγματα και περίτεχνους φιόγκους.
Κι έτσι έκατσε περήφανος και περίμενε τα κουδούνια και τα τηλέφωνα να χτυπήσουν.
Μα η ώρα περνούσε κι ούτε ένα δώρο δεν είχε βρει τη θέση του κάτω απ’ το δέντρο. Κανείς δεν τον είχε αναζητήσει.
Κι ο άνδρας περίμενε.
Και περίμενε…
Και περίμενε.
Και πάλι τίποτα.
Ούτε ένα δώρο.
Το μυαλό του θόλωσε.
Η αναμονή ενός ανταλλάγματος μεταμορφώνεται. Γίνεται πρώτα ανυπομονησία, μετά θυμός και στο τέλος μίσος. Αυτός ο άδικος κι ακατάδεκτος κόσμος δεν είχε εκτιμήσει ούτε το δέντρο του, ούτε την αναμονή του. Τους μισούσε όλους! Όλους!
Και περίμενε ξανά. Περίμενε.
Αγκαλιασμένος με το μαξιλάρι και την οργή του.
Όταν σηκώθηκε απογοητευμένος από τον βυθισμένο καναπέ, δε μπορούσε να πει με ακρίβεια πόσες ώρες είχαν περάσει.
Υπολόγιζε γύρω στις τρεις.
Αλλά στην πραγματικότητα είχαν περάσει περισσότερές από τρεις ώρες.
Περισσότερα από τρία χρόνια.
Περισσότερες από τρεις δεκαετίες.
Όταν κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη, αντίκρυσε το θλιβερό πρόσωπο ενός γέρου.
Χωρίς καν να το καταλάβει, είχε ξοδέψει όλη του τη ζωή περιμένοντας να του φέρουν δώρα κάτω απ’ το δέντρο.
Η θλίψη έσταξε και μάτωσε την ψυχή του, σαν στάμπα από μελάνι πάνω σε ύφασμα λευκό, σε πουκάμισο καλοσιδερωμένο, που περιμένει μια γιορτή.
Κι έτσι ο άνδρας άφησε τον εαυτό του.
Άφησε το εαυτό του να πεθάνει.
Μετά την τελευταία του επίγεια πνοή, ανέβηκε στους Ουρανούς.
Εκεί σίγουρα θα του άξιζε ο Παράδεισος.
Δεν είχε κάνει τίποτα κακό.
Άξιζε μια καλύτερη τύχη.
Μα αυτό που αντίκριζε ήταν ακατανόητο.
Οι Ουρανοί δεν είχαν ύμνους και αγγέλους, δεν είχαν αγίους, δεν είχαν ανθρώπινες μορφές με μακριά γένια και μαλλιά, δεν είχαν αυστηρούς κριτές, δεν είχαν πολυκοσμία, δεν είχαν Κήπους του Παραδείσου ή έστω Καζάνια της Κολάσεως.
Και στη θέση του θεού… ειδικά εκεί…
Ε, αυτό ήταν αδιανόητο…
Εκεί, στο βάθος, έβλεπε… έβλεπε ένα παιδί.
Ναι, ένα παιδί. Ένα μικρό κορίτσι.
Με μάτια λαμπερά σαν δυο ήλιους, δέρμα σκούρο σαν γλυκιά χειμωνιάτικη νύχτα και μικρές χαριτωμένες μπούκλες στα μαλλιά σαν μικρά αθώα κύματα, που γεννήθηκαν για να γαληνεύουν τη μοναξιά των βράχων.
«Μα είναι δυνατόν..;
Είναι δυνατόν… ο θεός..;»
Πριν όμως τελειώσει τη φράση του, το μικρό κορίτσι βρέθηκε ξαφνικά μπροστά του. Έγειρε το πρόσωπό της προς το δικό του.
Και του ψιθύρισε κάτι.
Κάτι που δεν μοιάζει με τις λέξεις που λέμε.
Κάτι που δεν μοιάζει με τους ήχους που ακούμε.
Κάτι που δεν μοιάζει με όλα εκείνα που ξέρουμε.
Και τότε ο άνδρας επέστρεψε στη γη.
Για δεύτερη φορά.
Αλλά δεν ήταν πια άνθρωπος.
Ήταν δέντρο.
Ήταν ένα μικρό έλατο, που είχε μόλις φυτρώσει στην άκρη ενός χιονισμένου δάσους, στους πρόποδες ενός μεγάλου βουνού.
Και ξεκινούσε το ταξίδι του.
Γιατί τα δέντρα, ξέρετε, ταξιδεύουν.
Κάθε μέρα, κάθε στιγμή, μαζί με την τέλεια αρμονική χορευτική κίνηση της γης, ταξιδεύουν κι εκείνα μαζί της. Και κάθε πρωί καλημερίζουν κι έναν καινούριο ήλιο που μπήκε στο ζωή τους. Και κάθε νύχτα ερωτεύονται κι άλλο φεγγάρι, υπό το φως των αστεριών.
Κι ας μοιάζουν μόνο οι άνθρωποι να μην αδρανούν ποτέ.
Εκείνοι μπορεί να μείνουν ακίνητοι για πάντα.
Ενώ τα δέντρα δεν σταματούν ποτέ.
Πόσο μάλλον τα μικρά δέντρα, όπως αυτό το έλατο, που ήταν κάποτε εκείνος άνδρας, που περίμενε μάταια τα δώρα του.
Κι αφού ταξίδεψε πολύ κι αφού έβαλε τα δυνατά του να γίνει ένα πανέμορφο δέντρο, ένιωσε ξαφνικά μια μέρα το τσεκούρι ενός ξυλοκόπου να του χτυπά την σάρκα.
Και μέσα σε μια στιγμή βρέθηκε στολισμένο σε μια αίθουσα, με δεκάδες αστραφτερές μπάλες να κρέμονται απ’ τα κλαδιά του και λαμπάκια ν’ αναβοσβήνουν σε κάθε αναπνοή του.
Είχε γίνει ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Από εκείνα που κοσμούν χώρους μεγάλους, κτήρια που μαζεύουν αμέτρητους ανθρώπους. Κι όλοι τους να κινούνται. Κι όλοι τους να παραμένουν ακίνητοι.
Και οι Γιορτές τέλειωσαν.
Τα φώτα έσβησαν.
Και το έλατο το πέταξαν στον δρόμο, όπως συνηθίζουν να πετούν ανθρώπους, δέντρα κι όνειρα.
Μα το ταξίδι του δέντρου, που ήταν κάποτε άνθρωπος, δεν είχε τελειώσει ακόμα. Μ’ όση δύναμη του είχε απομείνει ξεψυχώντας, έπρεπε να κάνει κάτι τελευταίο. Κοίταξε εκείνον τον περαστικό. Ήταν ένας νεαρός μ’ ένα αστείο μάλλινο σκουφί κι ένα χοντρό μπλε παλτό. Όπως περπατούσε ένιωσε ξάφνου κάτι πολύ έντονο, μια αλλόκοτη αίσθηση, μια ζάλη πρωτόγνωρη. Σήκωσε το βλέμμα του κι αντίκρισε στο απέναντι πεζοδρόμιο το παρατημένο έλατο.
Το πλησίασε.
Και τότε το δέντρο του μίλησε. Του ψιθύρισε κάτι.
Κάτι που δεν μοιάζει με τις λέξεις που λέμε.
Κάτι που δεν μοιάζει με τους ήχους που ακούμε.
Κάτι που δεν μοιάζει με όλα εκείνα που ξέρουμε.
Κι έτσι πήρε μαζί του το δέντρο.
Το πήγε μέχρι το σπίτι του, μέχρι το εργαστήριο του.
Γιατί ο νεαρός αυτός ήταν ξυλουργός.
Και μέρες ολόκληρες, κλεισμένος εκεί μέσα, έκοβε και σκάλιζε, πριόνιζε και λείαινε, κάρφωνε κι έβαφε.
Κι ο κορμός του δέντρου μεταμορφωνόταν, έτοιμος για το επόμενο ταξίδι.
Τα χέρια του ξυλουργού μοιάζουν μ’ εκείνα του γιατρού. Ξαναδίνουν ζωή σ’ όσα έχουν ακόμα ψυχή.
Μέρες αργότερα ο ξυλουργός βγήκε απ’ το εργαστήριό του.
 Κρατούσε ένα μεγάλο αμπαλαρισμένο κουτί, με μια κόκκινη κορδέλα να το αγκαλιάζει.
Περπάτησε πολύ κι έφτασε στην αυλή του ετοιμόρροπου σπιτιού.
Εκεί ζούσε φτωχικά με τη γιαγιά του ένα μικρό αγόρι.
Για εκείνο ήταν το δώρο.
Για εκείνο είχε φτιάξει ο ξυλουργός το ξύλινο παιχνίδι.
Και να τώρα…
Ο άνδρας που πέρασε τη ζωή του περιμένοντας ένα κάποιο δώρο, που είχε πεθάνει απογοητευμένος, που είχε γίνει δέντρο και μετά ξύλο στα χέρια ενός καλού ανθρώπου, γινόταν ο ίδιος σήμερα δώρο. Δώρο στα χέρια κάποιου που δεν περίμενε τίποτα.
Το αγόρι άνοιξε το κουτί.
Τη μέρα αυτή δε θα την ξεχνούσε ποτέ στη ζωή του.
Ήταν ευτυχισμένο, αληθινά ευτυχισμένο.
Και το φως στο πρόσωπό του θύμισε κάτι.
Κάτι που δεν μοιάζει με τις λέξεις που μιλάμε.
Κάτι που δεν μοιάζει με τους ήχους που ακούμε.
Κάτι που δεν μοιάζει με όλα εκείνα που ξέρουμε.

http://www.aixmi.gr