Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

Τα έθιμα των Χριστουγέννων

Τα μεσάνυχτα της 23ης Δεκεμβρίου γίνεται το έθιμο «της Φωτιάς» στην Φλώρινα και τα χωριά της. Ομάδες παιδιών που έχουν ξεκινήσει να συγκεντρώνουν ξύλα (κυρίως κέδρα) από τις αρχές του Δεκεμβρίου, έχουν φτιάξει σε κάθε γειτονιά μια μεγάλη πυραμίδα από αυτά, ευελπιστώντας να ανάψουν την μεγαλύτερη φωτιά. Άλλες παρέες σκαρώνουν πώς να κλέψουν κάποια από αυτά τα ξύλα, γι’ αυτό και κάθε γειτονιά τα φυλάει με βάρδιες. Νικήτρια γειτονιά αυτή που θα ανάψει την μεγαλύτερη φωτιά! Ο κόσμος γύρω από κάθε φωτιά διασκεδάζει, χορεύει, πίνει, τραγουδάει, μέχρι να σβήσει, πράγμα που συμβαίνει τα χαράματα

Από πολύ πρωί, σχεδόν χαράματα, της παραμονής των Χριστουγέννων (24 Δεκεμβρίου) ξεχύνονται όλα τα παιδιά στους δρόμους για να πουν τα κάλαντα. Να καλαντίσουν, να τραγουδήσουν δηλαδή ευχές μπροστά στις πόρτες των σπιτιών, να γίνουν άγγελοι του μηνύματος της γέννησης του Χριστού, της νέας ζωής. Κι οι νοικοκυραίοι τους φιλεύουν φρούτα, ξηροκάρπια, γλυκίσματα ή και λεφτά. Βαστούν στα χέρια σιδερένια τρίγωνα, που τα χτυπούν με ένα άλλο σιδερένιο κρουστήρι, ούτως ώστε να δημιουργείται χαρμόσυνη ατμόσφαιρα την ώρα που τραγουδάνε ευχές, ενώ παράλληλα «τα κακά πνεύματα θα τρομοκρατούνται με το θόρυβο και φεύγουν». Παλαιότερα τα Ελληνόπουλα λέγοντας τα κάλαντα βαστούσαν και φωταγωγημένα και σημαιοστολισμένα καραβάκια, όσα προέρχονταν από ναυτικές οικογένειες, ενώ τα άλλα, τα στεριανά, βαστούσαν φωτισμένες εκκλησιές. Το καραβάκι το οποίο κρατούν τα παιδιά, καθώς λέγουν τα κάλαντα, θυμίζει το πραγματικό καράβι το οποίο οδηγούσαν πάνω σε τροχούς, στην αρχαία πόλι των Αθηνών, και μετέφεραν τον Διόνυσο, ως θεό της βλαστήσεως.
Στα Καλά Δένδρα (δήμος Λευκώνα) την παραμονή των Χριστουγέννων βγαίνουν και λένε τα κάλαντα οι ηλικιωμένοι, δεχόμενοι για κέρασμα κρασί και… ξυλοκέρατα.
Στο Πωγώνι της Ηπείρου, μετά το δείπνο φτιάχνουν λαλαγγίτες. Όλη η οικογένεια μαζευόταν γύρω από την εστία, όπου έκαιγαν πολλά και χονδρά ξύλα. Η νοικοκυρά είχε φτιάξει σε μεγάλη κατσαρόλα, χυλό με σταρένιο αλεύρι. Με ένα μικρό φτυάρι, την φκιαρίτσα, όπως την έλεγαν, τραβούσαν αναμμένα κάρβουνα μπροστά στην εστία. Πάνω σε αυτά έβαζαν την πυροστιά. Κι επ’ αυτής, μια λεία πλάκα – απ’ αυτές που έφτιαχναν τις στέγες των σπιτιών. Όταν η πλάκα πύρωνε για τα καλά, την άλειφαν με ένα πινελάκι, λάδι ή λιωμένο βούτυρο. Εν συνεχεία, με μια κουτάλα, άπλωναν τον χυλό. Όταν ψηνόταν από την μια, τον γύριζαν από την άλλη. Και όταν ψηνόταν και από την δεύτερη μεριά, τον άφηναν στο ταψί. Αυτό γινόταν έως ότου τελειώσει ο χυλός. Σε άλλη κατσαρόλα, αραίωναν μέλι με χλιαρό νερό. Βουτούσαν τις λαλαγγίτες και μετά τις πασπάλιζαν με τριμμένο καρύδι. Αυτό ήταν το γλυκό των Χριστουγέννων, αλλά κι αυτό που θα προσέφεραν στους επισκέπτες. Ήταν λέγαν, «τα σπάργανα του Χριστού»…
Οι καραγκούνηδες  ανάβουν τη φωτιά στο τζάκι από την παραμονή των Χριστουγέννων με ένα χοντρό κορμό, που τον άφηναν σιγά-σιγά να σβήσει. Ο,τι απέμενε από αυτόν τον κορμό το ξανακαίγανε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Έτσι, λέγανε «αρραβωνιάζανε τη φωτιά» τα Χριστούγεννα και την «παντρεύανε» την Πρωτοχρονιά. Μιλάμε δηλαδή για το συμβολικό αιώνιο γάμο αρσενικού (ξύλου) και θηλυκού (φωτιάς). Από το κάψιμο του ξύλου και τον τρόπο που σπινθίριζε η φωτιά μαντεύανε και το μέλλον.
Στο Λιβάδι Πιερίας, τα παιδιά τρέχουν στους δρόμους και φωνάζουν «κολυντάκο». Οι εύσωμοι και οι γιοι κτηνοτρόφων κρατούν χοντρές τσουμάγκες, από ρίζες θάμνων. Οι άλλοι κρατούν «άστρα», δηλαδή πηχάκια, ντυμένα με πολύχρωμες κορδέλες. Οι πρώτοι όταν βλέπουν στο δρόμο τους τους δεύτερους, τους σπάνε τα «άστρα». Έτσι παίζεται και ένα είδος κρυφτο-κυνηγητού. Οι νοικοκυρές τους δίνουν σύκα, κουλούρια ή χρήματα. Το δε βράδυ των Χριστουγέννων, στο σπίτι πρέπει να καίει χοντρό κούτσουρο στο τζάκι.
Στην Καστοριά θα ανάψει η φωτιά, θα στηθεί ο χορός και θα μοιρασθεί φασολάδα.
Στην Σιάτιστα θα ανάψει η φωτιά και θα γίνει χορός.
Στην Ημαθία θα γίνει ο χορός των βλάχων και η ευλογία.
Στην Σκύδρα θα ανάψει η φωτιά. Λένε τα «κόλυντα». Μοιράζουν ρόδια, πορτοκάλια και μανταρίνια.
Στην Κρήτη, για την προσδοκία της μεγάλης μέρας, τα παιδιά μετρούσαν το Σαρανταήμερο, οι γυναίκες έραβαν καινούργια φορέματα και οι νοικοκυραίοι μετρούσαν τα σφαχτά και τα γουρούνια. Την παραμονή, απ’ το πρωί ως αργά το βράδυ βγαίναν στις γειτονιές και λέγαν τα κάλαντρα. Τα μεσάνυχτα χτυπούσε διπλοκάμπανο κι όλοι με φανάρια, λύχνους, κεριά και πυροφίτιλα πορεύονταν προς την εκκλησιά. Γονάτισμα μπροστά στη μυστική φάτνη και του εικονίσματος μπροστά στην ωραία πύλη του ιερού, μετά την οποία όλοι ζητούσαν συγγνώμη απ΄ τους διπλανούς τους – συνεχίζοντας το πανάρχαιο έθιμο της φανερής συγγνώμης. Μετά, όλη η οικογένεια παρούσα στο τραπέζι για την καθιερωμένη σούπα. «Παρόντες» και οι νεκροί της οικογένειας. Έπαιρναν κι αυτοί το πιάτο τους, από τη σπονδή της μητέρας ή της γιαγιάς, ρίχνοντας στο θυμιατήρι σούπα, κρασί και κρέας – πανάρχαιο ελληνικό έθιμο.
Ειδικά στην Κίσσαμο Χανίων, συναθροίζονται στο Σπήλαιο του Ερημίτου, όπου γίνεται η αναπαράσταση της γεννήσεως του Χριστού. Πρόκειται για λατρευτικό σπήλαιο από αρχαιοτάτων χρόνων, που τον 16ο αι. μετετράπη σε σπηλαιομονή.

Στην ανατολική Θράκη κάνουν το δρώμενο της κορτοπούλας, που την κυνηγά ο αράπης. Τραγουδάνε αντιφωνικά και χορεύουν ζωναράδικο. Πρώτα πηγαίνουν και παίρνουν τον χορό ο «αράπης» κι η κορτοπούλα κι ακολουθούν όλοι οι κάτοικοι του χωριού. Τραγουδάνε:

Μαρή κορτοπούλα και γκιζέλ καστερνοπούλα,
ποιος σου λέει πως δεν σε παίρνω κι έβαλες τα λερωμένα σ΄;
Κι έβαλες τα λερωμένα σ΄ και τα ληρωσκωριασμένα σ΄;
Ρίξε κάτω τα καημένα σ΄ κι έλα βάλ΄ τα κεντημένα σ΄,
έλα βράδυ στον οντά μου, έχω πέρδικα ψημένη.
Έχω πέρδικα ψημένη και γλυκό κρασί σαν μέλι.
Και να φάμε, και να πιούμε, και να γλυκοκοιμηθούμε.

Στο ποίημά του «Στο Μεσολόγγι» ο εθνικός μας ποιητής, Διονύσιος Σολωμός τραγουδά τα Χριστούγεννα στην πρωτεύουσα της Αιτωλοακαρνανίας:

Πήγες εις το Μεσολόγγι
την ημέρα του Χριστού,
μέρα που άνθισαν οι λόγγοι
για το τέκνο του Θεού.

Σου ήλθε εμπρός λαμποκοπώντας
η θρησκεία μ’ ένα σταυρό
και το δάχτυλο κινώντας
όπου ανεί τον ουρανό.

«Σ’ αυτό, εφώναξε, το χώμα
στάσου ολόρθη Ελευθεριά!»
και φιλώντας σου το στόμα
μπαίνει μέσ’ στην εκκλησιά.

Α, το φως, που σε στολίζει
σαν ηλίου φεγγοβολή
και μακρόθεν σπινθηρίζει
δεν είναι, όχι, από τη γη.

Λάμψιν έχει όλη φλογώδη
χείλος, μέτωπο, οφθαλμός,
φως στο χέρι, φως στο πόδι
κι όλα γύρω σου είναι φως.

Το σπαθί σου ανασηκώνεις
τρία πατήματα πατάς,
σαν τον πύργο μεγαλώνεις
και στο τέταρτο χτυπάς.

Με φωνή που καταπείθει
προχωρώντας ομιλείς
«σήμερα, άπιστοι, εγεννήθη
ναι, του κόσμου ο Λυτρωτής».

Ιδού πως τραγούδησε τα Χριστούγεννα μ’ ένα ομότιτλο σονέτο του και ο ποιητής Μικέλης Άβλιχος (1844-1917):

Στη φάτνη των κτηνών Χριστός γεννάται
χωρίς της επιστήμης συνδρομή,
η θεία φύσις κάνει για μαμή
κι ο δράκος, σαν αρνί, Θεός κοιμάται.

Αύριον, άντρας, σαν ληστής κρεμάται
-                  νέα του κόσμου θέλει οικοδομή –
σταυρό του δίνει ο Νόμος πληρωμή
πλην άγιο φως στον τάφο του πλανάται.

Διάκοι του Βάαλ, δεν είναι δικός σας
αυτός της φάτνης ο φτωχός Χριστός,
που εκήρυξε για νόμο του τη χάρη.

Εσάς τιμή σας μόνη το στιχάρι,
πομπές, θεοπομπές το ιδανικό σας,
κι είν’ ο Θεός σας, σαν εσάς μιαρός!..

Την παραμονή στη Θράκη τρώνε ζεστό ψωμί, πηχτά φασόλια (χυλό), λάχανο τουρσί και κολλυβόζουμο. Ανήμερα, χοιρινό κρέας, χριστόψωμο και λαλαγγίτες.

Κάποια χριστουγεννιάτικα κάλαντα από τον Πόντο:

Χριστός γεννέθεν χαράν σον κόσμον
χα! καλή ώρα, καλή σ΄ μέρα
χα! καλόν παιδίν οψέ γεννέθεν
οψέ γεννέθεν ουρανοστάθεν
τον εγέννεσεν η Παναγία
τον ενέστεσεν αε’ παρθένος
Εκαβάλκεψεν χρυσόν πουλάρι
κι εκατήβεν σο στραυροδρόμι
σταυροδρόμι και μυροδρόμι.
Ερπαξάν ατόν οι χιλ’ Εβραίοι
χιλ’ Εβραίοι και μύρι’ Εβραίοι
χιλ’ Εβραίοι και μύρι’ Εβραίοι.
Α σ ακροντικά κι α σην καρδίαν
αίμα έσταξεν χολήν κι εφάνθεν
ούμπαν έσταξεν και μύρος έτον
μύρος έτον και μυρωδία.
Εμυρίστεν ατό ο κόσμος όλον
για μυρίστ’ ατό κι εσύ αφέντα μ’
συ αφέντα μ’ καλέ μ’ αφέντα μ’.
Ερθαν τη Χριστού τα παλληκάρια
και θυμίζνε τον νοικοκύρην
νοικοκύρην και βασιλέαν.
Δέβα σο ταρέζ κι έλα σην πόρταν
δος μας ούβας και λεφτοκάρα
κι αν ανιοιείς μας χαρά σην πόρτα σ΄.


Και κλείνω με τα κάλαντα των Χριστουγέννων, όπως τραγουδιούνταν στη Μακρά Γέφυρα της ανατολικής Θράκης:

Σαράντα μέρες έχουμε Χριστό που καρτερούμε
κι απ΄ τις σαράντα κι ύστερα θέλω να τραγουδήσω:
«Χριστούγεννα-Χριστούγεννα, τώρα Χριστός γεννιέται,
γεννιέται και βαπτίζεται στο μέλι και στο γάλα.
Το μέλι τρώνε οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες
κι εμείς θα τραγουδήσουμε, Χριστός να σας φυλάει.
Σ΄ αυτό το σπίτι που ΄ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει!».









Πηγές
1. Το υπό έκδοση βιβλίο του Γ. Λεκάκη «Η λαογραφία των Χριστουγέννων»
2. Το αρχείο φυλλαδίων της Βιβλιοθήκης του Δημοτικού του Κολλεγίου Αθηνών
3. Διαδίκτυο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου