Σάββατο 28 Ιουνίου 2014

Και με τη νύχτα θα επιστρέφει

Ονομάζεται και Βόρειος Σταυρός. 

Μια ιστορία…ένα παραμύθι για ό,τι χάθηκε…

Ο Αστερισμός του Κύκνου είναι ένας από τους ογδόντα οκτώ αστερισμούς του ουρανού και είναι ορατός τους καλοκαιρινούς μήνες στο Βόρειο ημισφαίριο. Το πιο λαμπρότερο άστρο του ονομάζεται Ντένεμπ και είναι το δέκατο όγδοο σε φωτεινότητα άστρο στον ουρανό, ενώ τα αμυδρότερα αστέρια του, σχηματίζουν τις απλωμένες του φτερούγες και το μακρόστενο λαιμό του.




Αν το καλοκαίρι υψώσουμε το βλέμμα μας στον νυχτερινό ουρανό, θ΄αντικρίσουμε χιλιάδες αστέρια να αχνοφέγγουν τρεμοπαίζοντας αδύναμα το λιγοστό τους φως.

Σαν μικρά μικρά διαμάντια, σαν μικρά μαργαριτάρια, φορεμένα στο λαιμό του ουρανού…

Ξημέρωνε… κι ένας λαμπρός ήλιος ξεπρόβαλε στον ορίζοντα βάφοντας μαβιά τα λιγοστά σύννεφα πάνω απ’ τη λιμνοθάλασσα…

Η άνοιξη συλλάβιζε ήδη τις πρώτες της λέξεις καλωσορίζοντας στην υδάτινη πολιτεία τους εποχικούς επισκέπτες.

Πελαργοί, αγριόχηνες, ερωδιοί έφταναν διαδοχικά στον προορισμό τους.

Τελευταίοι φάνηκαν οι κύκνοι…

Κατάλευκοι και αρχοντικοί, πλησίαζαν τη λιμνοθάλασσα επιστρατεύοντας τις τελευταίες δυνάμεις έπειτα από το μακρινό ταξίδι τους απ’ το Νότο.

Ο ήλιος μεσουρανούσε πια και χιλιάδες πουλιά πλημμύριζαν τον υγρότοπο με εικόνες, ήχους και χρώματα κυματίζοντας τις εκτάσεις του, την επιφάνειά του…

Μονάχα δύο κύκνοι αποτραβηγμένοι σε μιαν άκρη της λιμνοθάλασσας, χάραζαν τα νερά ανάμεσα απ’ τα παλιά ξύλινα ιβάρια, που ορθώνονταν σιωπηλά σαν αγάλματα στο νερό.

Δύο ερωτευμένοι κύκνοι.

Άλλοτε παραδομένοι στον απείθαρχο έρωτά τους, και άλλοτε πάλι με μια επείγουσα τρυφερότητα, έσμιγαν αδιάκοπα σε μια χορογραφία δίχως τέλος.
Λιποτάκτες που χάνονταν στον απροσμέτρητο ουρανό…στην αναπνοή του χρόνου…
Η νύχτα τους έβρισκε στα φεγγισμένα νερά, με το βλέμμα στραμμένο στ’ αστέρια, υφαίνοντας την ισόβια αγάπη τους με σιωπηρές υποσχέσεις στην αιωνιότητα.
Ανυπεράσπιστοι των επιθυμιών, έρμαιοι μιας εξημμένης φαντασίας, δεσμώτες και φύλακες του έρωτά τους, στροβιλίζονταν στο κουβάρι του χρόνου.
Κι εκείνο κυλούσε φέρνοντας το φθινόπωρο, που έπαιρνε αργά μα πρόθυμα τη θέση του εξαντλημένου καλοκαιριού, ενώ μικρές ριπές ανέμου όλο και πιο συχνά μαστίγωναν τον υγρότοπο, αποκαλύπτοντας ανάγλυφα σχέδια στην επιφάνεια του νερού.
Ύστερα ήρθαν οι πρώτες βροχές και οι πρώτοι ψυχροί άνεμοι που συμβούλευαν το ερωτευμένο ζευγάρι για ένα καινούργιο ταξίδι, για μια καινούργια φυγή προς το Νότο.
Μα κάποτε, η μοίρα με μια μονοκοντυλιά σκορπίζει τα πάντα αγάπες… έρωτες… κάνοντας το παντοτινό να μοιάζει εφήμερο, το αιώνιο προσωρινό… διαχωρίζοντας το εγκόσμιο απ’ το απόκοσμο με ένα λεπτό, λεπτότατο νήμα, ή μ’ έναν ήχο… έναν κρότο… και ύστερα παύση…
Την παύση διέκοψε η τρομαγμένη φωνή της καθώς έβγαινε λαβωμένη στην όχθη.
Ο ήλιος που έδυε και μια πληγή την έβαφαν κόκκινη…
Σκοτείνιαζε, κι εκείνος απελπισμένος πλάι της άκουγε τη φωνή και το αδύναμο χτυποκάρδι της που τρεμόσβηναν, κι όλο σκοτείνιαζε…
Η πρωινή καταχνιά τον βρήκε με το κεφάλι γερμένο στο άψυχο πλέον σώμα της…
Σηκώθηκε πλησιάζοντας τη λιμνοθάλασσα, το σιωπηλό βασίλειο του νερού τον συνέθλιβε.
Πόσα του χάρισε… πόσα του στέρησε…
Ένας γκρίζος ουρανός απειλούσε και υπενθύμιζε τυραννικά στους τελευταίους κατοίκους του υγρότοπου, πως έπρεπε να βιαστούν για το ταξίδι του γυρισμού.
Όλοι είχαν εγκαταλείψει τη λιμνοθάλασσα και οι μόνοι που απέμεναν ήταν οι κύκνοι, που τώρα υψώνονταν βιαστικά και πετούσαν αφήνοντας πίσω τους ένα ερημωμένο τοπίο.
Κι εκείνος;
Εκείνος δίπλα της, μια να κοιτάει ανήσυχος τους συντρόφους του που απομακρύνονταν και μια εκείνη…
Σφάλισε τα μάτια του…
Η δύναμη του ενστίκτου τον καθόριζε του έδειχνε τον προορισμό του…
Άνοιξε τα μάτια του κι έπειτα άπλωσε τα φτερά του…
Δεν ακολούθησε τα σμήνη που κατευθύνονταν προς το Νότο παρά μονάχα μια ανοδική, σχεδόν κατακόρυφη πτήση προς τ’ αστέρια που τους συντρόφευαν τις νύχτες. 
Μια απελπισμένη διαφυγή στον ουρανό, ώσπου χάθηκε στην μεγάλη αγκαλιά της απεραντοσύνης του…
Αν το καλοκαίρι υψώσουμε το βλέμμα μας στο νυχτερινό ουρανό θ΄αντικρίσουμε χιλιάδες αστέρια να αχνοφέγγουν τρεμοπαίζοντας αδύναμα το λιγοστό τους φως.
Κάπου εκεί κρυμμένη υπάρχει και μια μικρή ομάδα αστεριών.
Είναι ο αστερισμός του Κύκνου, που με το φως του επιστρέφει και θυμίζει ότι η αγάπη και ο έρωτας, όσο προσωρινά και εφήμερα μοιάζουν κάποιες φορές, τόσο παντοτινά και αιώνια είναι…



πηγή: Αντώνης Δημητρακόπουλος

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2014

Ο Ήλιος, η Σελήνη και τα Αστέρια (Ναβάχο)


Στον παρόντα Πέμπτο Κόσμο, οι Πρώτοι Άνθρωποι είχαν τέσσερα φώτα που τα είχαν φέρει από τον κατώτερο κόσμο. 

Λευκό Φως εμφανιζόταν πάνω από τα Ανατολικά βουνά, 
Μπλε Φως απλωνόταν πάνω από τα Νότια, 
Κίτρινο Φως ερχόταν από τις Δυτικές κορυφές και 
Σκοτάδι από το Νότο. Τα φώτα αυτά ήταν πολύ απομακρυσμένα, δεν μπορούσαν να ζεστάνουν τη Γη και έτσι ο αέρας είχε πάντα την ίδια θερμοκρασία και δε συνέβαιναν εποχιακές αλλαγές, αν και υπήρχε εναλλαγή μεταξύ ημέρας και νύχτας.
"Η ημέρα δε διαρκεί πολύ", οι άνθρωποι παραπονιόντουσαν.
"Χρειαζόμαστε περισσότερο φως". 


Έτσι η Πρώτη Γυναίκα έστειλε το Θηλυκό Φωτεινό Σκαθάρι στην Ανατολή και είπε στην Αλεπού της Φωτιάς να πάει προς το Νότο, το Φωτεινό Σκαθάρι το έστειλε στη Δύση και την Πυγολαμπίδα στο Βορρά. Κατόπιν όποιος χρειαζόταν περισσότερο φως, αυτοί οι τέσσερις ήταν έτοιμοι να τον βοηθήσουν.
Για αρκετό καιρό το πλάνο αυτό λειτουργούσε καλά, αλλά και πάλι οι Πρώτοι Άνθρωποι διαμαρτύρονταν ότι τα φώτα ήταν πολύ μικρά και τρεμόσβηναν. 

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

Η εξαδέλφη της τριανταφυλλιάς

Τα λουλούδια των αγρών είχαν μεγάλη φιλονικία μεταξύ τους. Ποιό τάχα απ όλα είναι τό ευγενέστερο; Το καθένα έλεγε τον έαυτό του καί εφερνε πρός υποστήριξη τά καλοχρωματισμένα ανθη του, τά δροσερά του φύλλα ή  τή γλυκιά ευωδιά του.
-Έξαφνα βγήκε και η Τσουκνίδα στη μέση. Όλοι άπόρεσαν άμα την είδαν. Τί είχε νά πει κι αυτή; Νά παινεθεϊ γιά τήν ευγένειά της; Δέ γυρίζει λίγο νά ιδεί τό πρόσωπό της στό νερό καί νά ήσυχάσει; Μά η Τσουκνίδα, χωρίς νά δόσει προσοχή  στά μουρμουρίσματα των αλλων, αρχίζει νά φωνάζει, βραχνά βραχνά, ενώ κινοϋσε τά αγκαθωτά φύλλα της.
- Καλέ ποιός μιλεί έδώ γιά εύγένειες ; Μήπως τό Θυμάρι, πού καπνίζει τούς φούρνους του χωριού,η. ή κυρά Ρίγανη πού νοστιμίζει τά ψητά του μαγειριου, η ή κυρά Μολόχα ή μαλακτική, πού στολίζει τά φαρμακεία, ή τό χαμόμηλο μέ τό κίτρινο πρόσωπό του; Δέν εχει κανένας άλλος τό δικαίωμα νά καυχιέται γιά εύγένεια. 'Εγώ μόνο.
"Όλα τ' αγριολούλουδα, όταν άκουσαν τά λόγια αυτά, άπόρεσαν περισσότερο, Δέν περίμεναν τόση άδιαντροπιά από τήν Τσουκνίδα. Μερικά κράτησαν τά γέλια. "Αλλα θύμωσαν αληθινά. Μόνο τά μικρότερα δέ φανέρωσαν τί αίσθάνονται, γιατί φοβούνταν τά άγκάθια της Τσουκνίδας.
big_nettle
Ή Τσουκνίδα όμως δέν έδοσε σημασία σέ τίποτα καί είπε δυνατότερα:
- Μου φαίνεται παράξενο, πού απορείτε γιά τήν εύγένειά μου. 'Ή κάνετε έπίτηδες δτι δέν εννοείτε. Νά σας το έξηγήσω άμέσως. Ποιό είναι τό εύγενέστερο φυτό του κόσμου; 'Όλοι θ’ άποκριθεϊτε : ή Τριανταφυλλιά. Λοιπόν εγώ είμαι ή έξαδέρφη της Τριανταφυλλιάς!
Μέ τά λόγια αύτά της Τσουκνίδας όλα πιά τ' άγριολούλουδα άρχισαν νά φωνάζσυν. Κάθε άλλο περίμεναν άπ" τήν Τσουκνίδα, άλλ' όχι κι αυτό. Τότε τό Θυμάρι, τό όποίο είχε προσβληθεί από τά λόγια της Τσουκνίδας, φωνάζει πρώτο. "Έπειτα παίρνουν μέ τή σειρά τό λόγο καί τά άλλα λουλούδια ..
Κατ' αυτό τόν τρόπο άκούστηκε τότε εκεί ό έξης διάλογος:
Τό Θ υ μ ά ρ ι (θυμωμένο): Έξαδέλφη της Τριανταφυλλιάς εσύ; 'Από που κι ως που; .
Ή Τ σ ο υ κ ν ί δ α (μέ πείσμα): Θά σου τό αποδείξω εύθύς
'Η Ρ ί γ α ν η (μέ θάρρος): Βέβαια νά τό άποδείξεις.
Τό Χ α μ ό μ ηλ ο (ωχρό από τό θυμό του): 'Αφοϋ είσαι έξαδέρφη της Τριανταφυλλιάς, θά της μοιάζεις
·Η Τ σ ο υ κ ν ί δ α (χωρίς ντροπή): Βέβαια της μοιάζω!
"Ολα τ' άγριολούλουδα άνασηκώνονται στίς ρίζες τους γιά νά δουν σέ τί ή Τσουκνίδα μοιάζει της Τριανταφυλλιάς. Κι αύτή άκόμα η Κυκλαμιά πρόβαλε από μιά σχισμή του βράχου.
Τό Θ υ μ ά ρ ι: 'Αφοϋ μοιάζεις της Τριανταφυλλιάς, πού είναι τά ώραϊα τριαντάφυλλά σου;
Ή Τ σ ο υ κ ν ί δ α (λίγο ταπεινωμένη): Τριαντάφυλλα δέν εχω.
Η Ρ ί γ α νη: 'Αφοϋ μοιάζεις της Τριανταφυλλιάς, που είναι ή ευωδιά σου;
Η Τ σ ο υ κ ν ί δ α (περισσότερο ταπεινωμένη): Ευωδιά δέν εχω.
Ολα τά α γ ρ ι ο λ ο ύ λ ο υ δ α μαζί (μέ ανυπομονησία): Μά τί έχεις λοιπόν; Σέ τί μοιάζεις της εξαδέλφης σου;
Ή Τσουκνίδα: 'Επί τέλους, νά! "Εχω κι εγώ αγκάθια! Σ' αυτό μοιάζω της εξαδέλφης μου! ('Οχλοβοή, σφυρίγματα, γέλια πανδαιμόνιο). ..
Τό Θυμάρι (πρός τά αλλα λουλούδια): 'Ακούς εκεί!
Η Ρ ί γ α ν η (μέ ακράτητα γέλια): 'Ωραία .. όμοιότητα!
Η Μ o λ ό χ α (με πικρή ειρωνεία): Δέ βρήκε κανένα από τά προτερήματα της τριανταφυλλιάς και της έμοιασε μόνο σ ένα ελάττωμα της.
Τό Χ α μ ό μ η λ ο: Καί καμαρώνει γι' αυτό καί θέλει νά μας κάνει τήν εξευγενισμένη. Σίγουρα δέν είναι στά καλά της.
Η Τ σ ο υ κ ν ί δ α καταθυμωμένη έπήγε καί κρύφτηκε σ' ένα χαντάκι. 'Από τό θυμό της μεγάλωσαν περισσότερο τ' αγκάθια 'της. Αυτή όμως τά βλέπει μέ ύπερηφάνεια καί νομίζει ότι μοιάζει περισσότερο της Τριανταφυλλιας της έξαδέλφης της.
Γεώργιος Δροσίνης (1859-1951)

Ποιο είναι το δικό σας κλαδί;

Μια μέρα έκαναν δώρο σε έναν βασιλιά δύο νεογέννητα γεράκια από την Αραβία και εκείνος τα έδωσε αμέσως για να τα εκπαιδεύσουν. Μετά από μερικούς μήνες, ο εκπαιδευτής είπε στον βασιλιά πως το ένα από τα δύο γεράκια είχε ήδη εκπαιδευτεί και πετούσε, ενώ το άλλο δεν είχε κουνηθεί καθόλου από το κλαδί του από την πρώτη μέρα.


 Ο βασιλιάς φώναξε θεραπευτές, κτηνιάτρους και σοφούς συμβούλους από όλη την επικράτεια, αλλά κανένας δεν κατάφερε να μετακινήσει το γεράκι από το κλαδί. Κάθε μέρα το κοίταζε από το παράθυρό του και στενοχωριόταν που το έβλεπε να κάθεται εκεί μέρα νύχτα.

Μια μέρα σκέφτηκε ότι ίσως θα 'πρεπε να φωνάξει κάποιον που είναι πιο εξοικειωμένος με τη φύση και έτσι ζήτησε να του βρουν έναν αγρότη. Την επόμενη μέρα μόλις άνοιξε το παράθυρο, με μεγάλη του έκπληξη είδε το γεράκι να πετάει περήφανα πάνω από τους βασιλικούς κήπους.

"Φέρτε μου αμέσως αυτόν που έκανε αυτό το θαύμα!" διέταξε ο βασιλιάς και μετά από λίγο του έφεραν μπροστά του τον αγρότη.

"Εσύ έκανες να πετάξει το γεράκι; Πως τα κατάφερες;" τον ρώτησε ο βασιλιάς.

Και ο αγρότης δειλά-δειλά του απάντησε: "Εξοχότατε, δεν έκανα και τίποτα το φοβερό. Απλώς έκοψα το κλαδί".

Ηθικό δίδαγμα: Μερικές φορές, για να αξιοποιήσουμε τις δυνατότητες και το δυναμικό που έχουμε μέσα μας, πρέπει να κοπεί το κλαδί όπου καθόμαστε. Και η ζωή έχει τον τρόπο της να μας ταρακουνάει, να μας "ξεβολεύει" και να μας ξυπνάει από τις ψευδαισθήσεις μας.


http://www.aytepignosi.com

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014

Ένα γράμμα προς τον πρόεδρο...




  
Σ ίατλ: Αρχηγός μιας φυλής… Ινδιάνων

Προς τον Πρόεδρο της Αμερικής, Φραγκλίνο Πήρς όταν ο τελευταίος ζήτησε από τον Σιατλ να πουλήσει στην κυβέρνηση τη γη του.
Ο μεγάλος αρχηγός στην Ουάσιγκτον μηνάει πως θέλει να αγοράσει τη γη μας.Ο μεγάλος αρχηγός μηνάει ακόμα φιλικά και καλοθέλητα. Καλοσύνη του, γιατί ξέρομε πως αυτός λίγο τη χρειάζεται αντίστοιχα τη φιλία μας.Την προσφορά του θα τη μελετήσομε, γιατί ξέρομε πως αν δεν το πράξομε, μπορεί ο λευκός να προφτάσει με τα όπλα και να πάρει τη γη μας.
Πώς μπορείτε να αγοράζετε ή να πουλάτε τον ουρανό - τη ζέστα της γης; Για μας μοιάζει παράξενο. Η δροσιά του αγέρα ή το άφρισμα του νερού ωστόσο Δε μας ανήκουν. Πώς μπορείτε να τα αγοράσετε από μας;

Κάθε μερος της γης αυτής είναι ιερό για το λαό μου. Κάθε αστραφτερή πευκοβελόνα, κάθε αμμούδα στις ακρογιαλιές, κάθε θολούρα στο σκοτεινό δάσος, κάθε ξέφωτο και κάθε ζουζούνι που ζουζουνίζει είναι, στη μνήμη και στην πείρα του λαού μου, ιερό.
Ξέρομε πως ο λευκός δεν καταλαβαίνει δεν καταλαβαίνει τους τρόπους μας.Τα μέρη της γης, το ένα με το άλλο, δεν κάνουν γι’ αυτόν διαφορά, γιατί είναι ένας ξένος που φτάνει τη νύχτα και παίρνει από τη γη όλα όσα του χρειάζονται.

Η γη δεν είναι αδερφός του, αλλά εχθρός που πρέπει να τον καταχτήσει, και αφού τον καταχτήσει πηγαίνει παρακάτω. Με το στομάχι που έχει θα καταπιεί τη γη και θα αφήσει πίσω του μια έρημο. Η όψη που παρουσιάζουν οι πολιτείες σας, κάνει κακό στα μάτια του ερυθρόδερμου.
Όμως αυτό μπορεί και να συμβαίνει, επειδή ο ερυθρόδερμος είναι άγριος και δεν καταλαβαίνει.
Αν αποφασίσω και δεχτώ, θα βάλω έναν όρο. Τα ζώα της γης αυτής ο λευκός θα πρέπει να τα μεταχειριστεί σαν αδέρφια του. Τι είναι ο άνθρωπος δίχως τα ζώα; Αν όλα τα ζώα φύγουν από τη μέση, ο άνθρωπος θα πεθάνει από μεγάλη εσωτερική μοναξιά, γιατί όσα συμβαίνουν στα ζώα, τα ίδια συμβαίνουν στον άνθρωπο.
Ένα ξέρομε, που μπορεί μια μέρα ο λευκός να το ανακαλύψει; ο Θεός μας είναι ο ίδιος Θεός. Μπορεί να θαρρείτε πως Εκείνος είναι δικός σας, όπως ζητάτε να γίνει δική σας η γη μας.


Αλλά δεν το μπορείτε. Εκείνος είναι Θεός των ανθρώπων. Και το έλεός Του μοιρασμένο απαράλλαχτα σε ερυθρόδερμους και λευκούς. Αυτή η γη Του είναι ακριβή. Όποιος τη βλάφτει, καταφρονάει το Δημιουργό της. Θα περάσουν οι λευκοί – και μπορεί μάλιστα γρηγορότερα από άλλες φυλές. Όταν μαγαρίζεις συνέχεια το στρώμα σου, κάποια νύχτα θα πλαντάξεις από τις μαγαρισιές σου. Όταν όλα τα βουβάλια σφαχτούν, όταν όλα τα άγρια αλόγατα μερέψουν, όταν την ιερή γωνιά του δασους τη γιομίσει το ανθρώπινο χνώτο και το θέαμα των φουντωμένων λόφων το κηλιδώσουν τα σύρματα του τηλέγραφου με το βουητό τους, τότες που να βρεις το ρουμάνι; Που να βρεις τον αϊτό;
Και τι σημαίνει να πεις έχε γειά στο φαρί σου και στο κυνήγι; Σημαίνει το τέλος της ζωής και την αρχή του θανάτου.
Πουθενά δε βρίσκεται μια ήσυχη γωνιά μέσα στις πολιτείες του λευκού. Πουθενά δε βρίσκεται μια γωνιά να σταθείς να ακούσεις τα φύλλα στα δένδρα την άνοιξη ή το ψιθύρισμα που κάνουν τα ζουζούνια πεταρίζοντας.

Όμως μπορεί, επειδή, καταπώς είπα, είμαι άγριος και δεν καταλαβαίνω – μπορεί μοναχά για το λόγο αυτόν ο σαματάς να ταράζει τα αυτιά μου. Μα τι μένει από τη ζωή, όταν ένας άνθρωπος δεν μπορεί να αφουγκραστεί τη γλυκιά φωνή που βγάνει το νυχτοπούλι ή τα συνακούσματα των βατράχων ολόγυρα σε ένα βάλτο μέσα στη νυχτιά; Ο ερυθρόδερμος προτιμάει το απαλόηχο αγέρι λαγαριασμένο από την καταμεσήμερη βροχή ή μοσχοβολημένο με το πεύκο. Του ερυθρόδερμου του είναι ακριβός ο αγέρας, γιατί όλα τα πάντα μοιράζονται την ίδια πνοή – τα ζώα, τα δένδρα, οι άνθρωποι.
Ο λευκός δε φαίνεται να δίνει προσοχή στον αγέρα που ανασαίνει. Σαν ένας που χαροπολεμάει για μέρες πολλές, δεν οσμίζεται τίποτα.
Αν ξέραμε, μπορεί να καταλαβαίναμε – αν ξέραμε τα όνειρα του λευκού, τις ελπίδες που περιγράφει στα παιδιά του τις μακριές χειμωνιάτικες νύχτες, τα οράματα που ανάφτει στο μυαλό τους, ώστε ανάλογα να δέονται για την αυριανή. Αλλά εμείς είμαστε άγριοι. Μας είναι κρυφά τα όνειρα του λευκού. Και επειδή μας είναι κρυφά, θα εξακολουθήσομε το δρόμο μας. Αν τα συμφωνήσομε μαζί, θα το πράξομε, για να σιγουρέψουμε τις προστατευόμενες περιοχές που μας τάξατε.


Εκεί θα ζήσομε, μπορεί, τις μετρημένες μέρες μας καταπώς το θελήσομε. Όταν ο στερνός ερυθρόδερμος λείψει από τη γη, και από τη μνήμη δεν απομείνει παρά ο ίσκιος από ένα σύννεφο που ταξιδεύει στον κάμπο, οι ακρογιαλιές αυτές και τα δάση θα φυλάγουν ακόμα τα πνεύματα του λαού μου - γιατί αυτή τη γη την αγαπούν, όπως το βρέφος αγαπάει το χτύπο της μητρικής καρδιάς.
Αν σας την πουλήσουμε τη γη μας, αγαπήστε την καθώς την αγαπήσαμε εμείς, κρατήστε ζωντανή στο λογισμό σας τη μνήμη της γης, όπως βρίσκεται τη στιγμή που την παίρνετε, και με όλη σας τη δύναμη, με όλη την τρανή μπόρεση σας, με όλη την καρδιά σας, διατηρήστε τη για τα τέκνα σας, και αγαπήστε την καθώς ο Θεός αγαπάει όλους μας. Ένα ξέρομε – ο Θεός σας είναι ο ίδιος Θεός. Η γη Του είναι ακριβή.
Ακόμα και …ο λευκός δεν γίνεται να απαλλαχτεί από την κοινή μοίρα!
Οι περιπέτειες…ενός Ινδιάνου!
Θα μπορούσε να ήταν και η απάντηση ενός σύγχρονου Έλληνος  " τσερόκι" και των Ελλήνων Ιθαγενών προς τους  τραπεζίτες   εκβιαστές τυράννους πολυεθνικών αλλά λείπει η κορυθαίολος  περικεφαλαία  των επικών ποιητών.


http://tonoikaipnevmata.wordpress.com

Ο Δράκος και η Θλίψη





Κάποτε υπήρχε ένα χωριό ψηλά σ’ ένα βουνό, με λιγοστούς κατοίκους, γύρω στις εκατό οικογένειες. Αυτοί οι άνθρωποι ζούσαν πολύ αρμονικά και ευτυχισμένα μεταξύ τους. Ποτέ δεν αντιμετώπιζαν προβλήματα, ήταν πάντα γελαστοί και αισιόδοξοι.
Μια μέρα, εμφανίστηκε στο χωριό ένας δράκος. Κατέβηκε από τα βουνά και εγκαταστάθηκε σε μια σπηλιά πάνω από τα σπίτια τους. Κάθε τόσο κατέβαινε στο χωριό και έτρωγε από έναν χωρικό — άντρα, γυναίκα, παιδί,  δεν έκανε διακρίσεις. Οι χωρικοί είχαν πανικοβληθεί, δεν ήξεραν πώς να τον αντιμετωπίσουν. Ο ένας μετά τον άλλον οι πιο γενναίοι άντρες του χωριού οπλίζονταν και πήγαιναν να παλέψουν μαζί του. Όμως ο δράκος πάντα νικούσε και τους σκότωνε.
Οργάνωσαν μια ομάδα επίθεσης από δέκα άντρες, οπλισμένους με μαχαίρια και κάθε λογής όπλα και του επιτέθηκαν στη φωλιά του. Ο δράκος, με μια ανάσα-φωτιά, τους έκαψε όλους μονομιάς. Όταν πια είχαν απελπιστεί, μάζεψαν τα υπάρχοντα τους και μετακόμισαν σε ένα γειτονικό χωριό εκεί κοντά. Ο δράκος όμως τους ακολούθησε και εξακολουθούσε να τους επιτίθεται και να τους σκοτώνει έναν έναν.
Τότε, εμφανίστηκε στο χωριό ένας άντρας νέος, κοντούλης και αδύνατος και τους είπε: “Εγώ θα σκοτώσω το δράκο”.
Όλοι γέλασαν μαζί του και τον κορόιδεψαν έμοιαζε στη δύναμη με μικρό παιδί!
“Θα σε κάνει μια χαψιά”, του έλεγαν. Εκείνος όμως —Μέμος ήταν τ’ όνομα του— πήρε ένα μικρό μαχαίρι, ένα μπουκάλι νερό και ένα κομμάτι ψωμί και ξεκίνησε για τη φωλιά του δράκου.
Πλησίασε αργά και αθόρυβα, για να μην τον πάρει χαμπάρι, και του έστησε καραούλι. Περίμενε μέχρι να νυχτώσει για τα καλά και, όταν ο δράκος αποκοιμήθηκε και άρχισε να ροχαλίζει, πήδηξε γρήγορα γρήγορα μέσα στο στόμα του και κατέβηκε στην κοιλιά του. Εκεί κάθισε ήσυχα σε μια γωνιά, έβγαλε το μαχαίρι από τη ζώνη του και άρχισε να κόβει την κοιλιά του δράκου από μέσα. Κάθε μέρα που περνούσε έκοβε κι από ένα μικρό κομματάκι.
Ο δράκος, που ήταν τεράστιος, στην αρχή δεν καταλάβαινε τίποτε. Ύστερα από λίγες μέρες, άρχισε να έχει αφόρητους πόνους και να μην μπορεί πια να φάει. Ο Μέμος, με υπομονή και επιμονή, έκοβε κάθε μέρα και λίγο περισσότερο από την κοιλιά του. Ακόμα κι όταν σώθηκε το νερό και το ψωμί που είχε πάρει μαζί του, εκείνος, εξαντλημένος και πεινασμένος, συνέχιζε να κόβει.
Οι χωρικοί πίστεψαν ότι ο Μέμος είχε πεθάνει, ότι τον είχε φάει ο δράκος, όπως τους υπόλοιπους. Έλεγαν μάλιστα ότι ήταν τόσο ανόητος αυτός, που πήγε και μπήκε μόνος του στο στόμα του δράκου! Καθώς περνούσαν οι μέρες και ο δράκος δεν έκανε πια επιθέσεις, παραξενεύτηκαν.
Μετά από ένα μήνα, μαζεύτηκαν όλοι έξω από τη σπηλιά του δράκου και τον παρακολουθούσαν να σφαδάζει από τους πόνους, να χτυπιέται, να βγάζει φωτιές, αλλά χωρίς να μπορεί να σηκωθεί.
Και ξαφνικά, ο δράκος ξεψύχησε μ’ ένα εκκωφαντικό αγκομαχητό. Άνοιξε τότε η κοιλιά του και βγήκε από μέσα ο Μέμος! Οι χωρικοί έμειναν άφωνοι για λίγο και ύστερα άρχισαν να ζητωκραυγάζουν και να χειροκροτούν τον ήρωα τους. Τον σήκωσαν στα χέρια και τον οδήγησαν στην πλατεία του χωριού για να του αποδώσουν τις τιμές που του έπρεπαν.
Αφού του έδωσαν να πιει νερό και να φάει καλά, τον ρώτησαν πώς τα κατάφερε, ένας τόσος δα ανθρωπάκος, να σκοτώσει το δράκο, κάτι που δεν είχαν καταφέρει δέκα δυνατοί άντρες μαζί. Και ο Μέμος τους είπε: “Το μυστικό είναι να μπεις μέσα στο θεριό, πριν προλάβει εκείνο να σε φάει. Να μπεις με τη θέληση σου, καλά προετοιμασμένος και να έχεις υπομονή κι επιμονή. Θα σου πάρει καιρό, αλλά τελικά θα καταφέρεις να το σκοτώσεις. Όταν είσαι μέσα του ζωντανός, δεν μπορεί να σε πολεμήσει. Ο χρόνος είναι ο σύμμαχός σου. Το μόνο που χρειάζεσαι είναι ένα μικρό μαχαίρι”».
Η Μαρίνα έμεινε για λίγο σιωπηλή και μετά του είπε:
«Υπέροχη ιστορία, Αλέκο μου, πραγματικά. Δε νομίζω όμως πως καταλαβαίνω τι θες να μου πεις».
«Ο δράκος, Μαρίνα, είναι η θλίψη, το πένθος. Μπορεί να παρουσιαστεί στη ζωή σου εντελώς ξαφνικά και αν δεν ξέρεις πώς να το αντιμετωπίσεις, θα σε φάει. Αν προσπαθήσεις να το αγνοήσεις, είσαι σίγουρα χαμένος. Αν πάλι πας να το πολεμήσεις βιαστικά και να το χτυπήσεις ενώ είσαι απ’ έξω, θα σε νικήσει. Ο μόνος τρόπος να το νικήσεις είναι να μπεις μέσα του και να το πολεμήσεις μεθοδικά. Κάθε μέρα κι από λίγο. Με υπομονή και επιμονή. Το μαχαίρι του Μέμου είναι η δύναμη της θέλησης που έχει ο καθένας μας. Και ο χρόνος ο σύμμαχος μας. Καταλαβαίνεις τώρα;»

Απόσπασμα από το βιβλίο “Το παιδί της αγάπης” (Εκδόσεις Ψυχογιός)



http://enallaktikidrasi.com

Τα 12 Παιδιά του Φωτός – Ένα Αλληγορικό Παραμύθι




 

«Η Γέννηση δεν είναι η αρχή, ο Θάνατος δεν είναι το τέλος» ChuangTsu

Ήταν πρωί, όταν ο Θεός κοίταξε τα 12 Παιδιά του Φωτός και φύτεψε στο καθένα το σπόρο της ανθρώπινης ζωής. Ένα-ένα τα παιδιά Του βάδισαν μπροστά και παρέλαβαν το δώρο τους.  



«Σε σένα, Κριέ, δίνω πρώτα το σπόρο και θα έχεις την τιμή να τον φυτέψεις. Κάθε σπόρος που θα φυτεύεις θα σου αποφέρει ένα εκατομμύριο σπόρους πίσω. Δεν θα έχεις χρόνο να δεις τους σπόρους σου να μεγαλώνουν επειδή όλοι οι σπόροι θα δημιουργούν πολλούς περισσότερους από όσους θα έχεις φυτέψει. Θα είσαι ο πρώτος που θα βάλει στο έδαφος του ανθρώπινου νου τη Δική Μου Ιδέα.