Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

Ποντιακή διάλεκτος


Η ποντιακή διάλεκτος είναι μια από τις πιο ενδιαφέρουσες της ελληνικής γλώσσας, που διασώζει και διατηρεί μερικά λείψανα και γραμματικούς τύπους της αρχαίας Ιωνικής διαλέκτου, καθώς και πολλά αρχαϊκά και μεσαιωνικά (βυζαντινά) στοιχεία, και μπορεί από την άποψη αυτή να συγκριθεί με την Τσακωνική διάλεκτο που την μιλούν στην Κυνουρία της Αρκαδίας. Η διατήρηση αρχαίων τύπων και λέξεων, από τις οποίες πολλές δεν βρίσκονται σε καμιά άλλη ελληνική διάλεκτο, οφείλεται στο γεγονός ότι λόγω της απόκεντρης γεωγραφικής θέσης του Πόντου, η λαλιά του, που αποχωρίσθηκε από τη γλώσσα του υπόλοιπου ελληνικού κόσμου, τράπηκε σε ξεχωριστή εξέλιξη, χωρίς να υποστεί πολύ τις αλλοιώσεις και παραλαγές, που μετέβαλαν τόσο πολύ την ελληνική γλώσσα. Την εποχή της τουρκοκρατίας, ήταν διαδεδομένη περίπου σε 800 χωριά, στα νότια παράλια του Εύξεινου Πόντου (Μαύρης Θάλασσας), μεταξύ Σινώπης στα Δυτικά και της Ριζούντας στα Ανατολικά. Τη μιλούσαν ακόμα οι Έλληνες της νότιας και ΝΑ Ρωσίας. Η ποντιακή μιλιέται από τους Πόντιους που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα μετά το 1923, όσους Πόντιους έμειναν στην Τουρκία, τους ελληνόφωνους Τούρκους και από τους Πόντιους της Ρωσίας. Μπορεί να χωριστεί σε 3 ομάδες: τα οινουντιακά (ποντιακά της Δύσης), τα τραπεζουντιακά (ποντιακά της Ανατολής) και τα χαλδιώτικα (των ΝΑ περιοχών). Η λεπτομερής ανάλυση της φωνητικής καθώς και των γλωσσικών στοιχείων της Ποντιακής, που απασχόλησαν ειδικά τόσο τους δικούς μας όσο και τους ξένους γλωσσολόγους, φεύγει από τα όρια αυτού του άρθρου.
Στη φωνηεντική, τα κύρια γνωρίσματα της διαλέκτου είναι: (α) Διατήρηση της αρχαίας προφοράς του η ως e: νύφε < νύφη, άκλερος < άκληρος, ανόετος < ανόητος, ανοεσία < ανοησία. (β) Τα συμπλέγματα ία και eo με άτονο ι συναιρέθηκαν σε ä, ö: κορίτζä < κορίτσι, σπέλöν < σπήλαιο. Αν τονίζονται τα ι, e, τα συμπλέγματα ία, κλπ. μένουν ασυνίζητα: καρδία, παντρεία, βασιλέας. (γ) Διατηρείται το τελικό ν (όπως και στα Κυπριακά) στα δευτερόκλιτα ουδέτερα: άλογον, ξύλον, δένδρον, βούδιν, εγγόνιν, παιδίν, από τα οποία το ν επεκτάθηκε και στα τριτόκλιτα ουδέτερα: χώμαν, στόμαν, γάλαν, γράμμαν, πείσμαν. (δ) Το χ προφέρται σαν παχύ σ πριν από ε, ζ: έσει < έχει, βέσετε < βήχετε. (ε) Τροπή του σφ σε σπ: σπίγγω < σφίγγω, σπιντόνα < σφεντόνα. (στ) Αποβολή του τ στα εμπρόθετα άρθρα στα, στον κλπ.: ση μάναν, σα κλαδία. (ζ) Η δίφθογγος «αυ» προφέρεται αναλυμένη «αου». Λένε π.χ. οι Πόντιοι: ατός < αυτός, άλλοτε όμως το «αυτός» το προφέρουν αούτος (που ίσως να είναι το ούτος).
Στη μορφολογία, τα κύρια γνωρίσματα της διαλέκτου είναι: 
(1) Η χρήση των άρθρων, επιθέτων και αντωνυμιών ουδέτερου γένους με ονόματα αρσενικά και θηλυκά: τα ημέρας
(2) Τα έναρθρα αρσενικά σε -ος λήγουν, ως υποκείμενα, σε -ον: ο λύκον, ο διάβολον
(3) Η κατάληξη του παρατατικού -(ι)να: εχτίζ(ι)να < έχτιζα, και του παθητικού αορίστου σε –θα (στην αρχαία -θην), αντί του κοινού -κα: εκοιμήθα < κοιμήθηκα, εγεννέθα < γεννήθηκα, εφέρθα < φέρθηκα. 
(4) Η κατάληξη των παθητικών ρημάτων σε -κούμαι, -ίσκουμαι, -ίουμαι, και των σε -ώνω σε -ούμαι: γράφκουμαι < γράφομαι, ανακατούμαι < ανακατώνομαι. 
(5) Τα θηλυκά επίθετα σε -εσσα, -ισσα, -ιαινα: ασπρέσσα < άσπρη, αγριέσσα < άγρια, ασκεμέσσα < άσχημη, μεγάλισσα < μεγάλη, ανοιχτομάταινα < ανοιχτομάτα, αλλά και μετοχές: χτυπημένεσσα < χτυπημένη. 

(6) Η κατάληξη της γενικής των δευτερόκλιτων σε -ονος: τι κόσμονος < του κόσμου. 
(7) Η διάσωση της κατάληξης -ας, της αιτιατικής πληθυντικού των πρωτοκλίτων και τριτοκλίτων, αντί της κατάληξης -ες, που χρησιμοποιείται σήμερα: αυλάς < αυλές, ημέρας < ημέρες, γυναίκας < γυναίκες, μήνας< μήνες, φοράς < φορές. 
(8) Το μόριο κι (= δεν), από το ιωνικό ουκί
(9) Διασώζονται οι κτητικές αντωνυμίες τ’ εμόν, τ’ εσόν, τ’ εμέτερον, όπως άλλωστε σε διαλέκτους της Καππαδοκίας λένε τ’ ομό, το σο, το κείνου
(10) Διατηρούνται αρχαΐζοντες τύποι ρημάτων: πενητιώ < στερούμαι, σκωληκιώ < σκουληκιάζω, φτεριώ < φθείρω, και των μέσων ρημάτων σε –όομαι, -ούμαι, αντί του – ώνομαι: απλούμαι < απλώνομαι, πλερούμαι < πληρώνομαι, στεφανούμαι < στεφανώνομαι. (11) Η προστακτική του αορίστου σε –σον και –θετε (αρχαίο -θητι): βλάψον < βλάψε, κράξον < κράξε, ποίσον (ποίησον) < ποίησε, ευρέθετε < ευρεθείτε, φο(β)έθετε < φοβηθείτε. (12) Τα ενεργητικά και παθητικά απαρέμφατα: ανασκάψαι, ανασκαφτήναι, αναστέσναι (αναστηθήναι).



1940 Αρχή και τέλος

Οι ελληνοϊταλικές σχέσεις στις αρχές του 20ού αιώνα

Δεν θα πρέπει να λησμονείται ότι η Ιταλία υπήρξε μία από τις Μεγάλες Δυνάμεις παλαιότερα, που προσπαθούσε να αποκτήσει ηγεμονικό ρόλο στη Μεσόγειο. Το δε φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι είχε συχνά διακηρύξει ή υπονοήσει την πρόθεσή του να δημιουργήσει μια νέα «Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία», στο δόγμα "Mare Nostrum" που θα περιελάμβανε και την Ελλάδα.
Η απόφαση του Μπενίτο Μουσολίνι να επιτεθεί στην Ελλάδα χωρίς τις απαραίτητες δυνάμεις είχε δύο αιτίες: την βαθιά περιφρόνηση για τους Έλληνες και την εμμονή του να αποδείξει στον Χίτλερ οτι και αυτός μπορούσε να δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα.