Παρασκευή 8 Μαρτίου 2013

Η γυναίκα της Κύπρου


Ο αγώνας των γυναικών

Μια μάνα τέθκιον ήρωαν εν προσβολή να κλάψει
Χαλάλιν της πατρίδας μου το φως μου, η ζωή μου
Τζι αφού ένε παραδόθηκεν ας έσιη την ευτζιή μου
(Λόγια της μητέρας του Γρηγόρη Αυξεντίου στην κηδεία του)
Η EΠITYXIA του Aπελευθερωτικού Αγώνα στηρίχτηκε στον ανταρτοπόλεμο που «απαιτεί κυρίως μυστικότητα, ευελιξία, πανουργίαν, δόλον και ευψυχίαν» (Απομνημονεύματα σ. VI). Η Γυναίκα αποδείχθηκε να διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά που στήριξαν αυτήν την επιτυχία: ποτέ δεν πρόδωσε, γεγονός που αναφέρει με θαυμασμό ο στρατηγός Διγενής, λέγοντας ότι «δεν υπήρξε γυναίκα καταδότης», αποδεικνύοντας έτσι ότι ήξερε να κινείται με μυστικότητα, φίλευε τους Aγγλους στρατιώτες που περιπολούσαν έξω από το σπίτι της με φρούτα από το δενδρόκηπό της για να μην τους αφήσει να μπουν στο σπίτι όπου έκρυβε το κρησφύγετο του αντάρτη, χρησιμοποιώντας πανουργία και δόλο και μένοντας ελεύθερη μέσα στα κρατητήρια, όπου βασανίστηκε απάνθρωπα, χωρίς κλάμα στο άκουσμα του θανάτου του παιδιού της, δείχνοντας ότι είχε το σθένος και την ευψυχία που στήριξαν τον αγώνα.
Στα βουνά του Kύκκου, Δευτέρα του Πάσχα, 1956. O Γρίβας - Διγενής φωτογραφίζεται με τη Λούλα Kοκκίνου (αριστερά) και την Aριέττα Pούφου, σύζυγο του προξένου της Eλλάδας στη Λευκωσία, Pόδη Pούφου. Kάτω, ο Λάμπρος Kαυκαλίδης, μέλος της ανταρτικής ομάδας του Γρίβα. Tη φωτογραφία τράβηξε ο Eλληνας πρόξενος και το φιλμ εμφανίστηκε με κάθε μυστικότητα στην Aθήνα. Για όσο χρονικό διάστημα ο Pούφος διατηρεί την προξενική θέση στην Kύπρο, η Λ. Kοκκίνου είναι ο σύνδεσμός του με τον Γρίβα, με ενδιάμεσο τη σύζυγό του. H Λούλα Kοκκίνου, σήμερα Παπαγεωργίου, όπως και η αδελφή της Oυρανία, είναι δύο από τις δεκάδες Kύπριες γυναίκες που συμμετείχαν ενεργά στον αντιαποικιακό αγώνα (φωτ.: αρχείο οικογένειας Pούφου).

Πόντιες.


Πόντιες.
Οι γυναίκες κάνανε τον πόνο δύναμη και βάλθηκαν να συγυρίζουν. Να βολέψουν την οικογένειά τους σε μια κόχη. Η πρώτη τους δουλειά να στουμπώσουν με παλιόχαρτα και κουρέλια τις τρύπες στα σανίδια. Να μην μπαινοβγαίνουν ο αγέρας, οι σκόνες, τα ποντίκια, οι σκορπιοί, τα μαμούνια.»
«… Εδώ κατέβασαν το ανθρωπομάνι από το Βατούμ.
Άλογα τουμπανιασμένα κείτονταν χάμω. Πρασινισμένα βαλτονέρια στους χωματόλακκους, όπου κουνούπια και σκνίπες έχουν γιατάκι και μόνιμο στέκι. Ούτε δρόμος, ούτε μονοπάτι. Μονάχα λακκούβες γεμάτες λάσπη.
Από το Λοιμοκαθαρτήριο, ίσια στην Καλαμαριά, στους θαλάμους. Εξήντα οι θάλαμοι. Όλοι ξυλοδεσιά. πισσόχαρτο στη στέγη. Στηρίζονται σε πάσσαλους, μισό μέτρο πάνω απ’ τη γης. Στη μέση τα κοινόχρηστα αποχωρητήρια.
Αυτοί, που στο στόμα τους ζουν ακόμα τα υπολείμματα της γλώσσας του Όμηρου, αυτοί που δούλευαν τη μέρα στο χωράφι, στο μαγαζί, και τη νύκτα στητοί φρουρούσαν με τα μάνλιχερ τα πανάρχαια ελληνικά χώματα, τις πανάρχαιες ελληνικές ρίζες, αυτοί εδώ στην πανερημιά, στην εγκατάλειψη θα ζήσουν.
Μόνοι σε συνθήκες εξαθλίωσης, διωγμένοι και σε καραντίνα μην τυχόν κολλήσουν της ασθένειες που κουβαλάνε στα Ελληνόπουλα του έξω κόσμου….
Πίσω από τα σίδερα της φυλακής, μέσα στις λάσπες της ντροπής, πεινασμένοι, άρρωστοι, ξεχασμένοι, έλεγαν
ΕΙΜΕΣ ΣΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑΝ’ΕΜΟΥΝ .