Σάββατο 24 Μαρτίου 2012

4. Τα χρόνια κυλούν...


Οι Πόντιοι, για να δείξουν κάποιον χρησιμοποιούσαν τη δεικτική αντωνυμία «αούτος» ή «αβούτος» προκειμένου για άνθρωπο ή τις ίδιες λέξεις χωρίς το τελικό σίγμα για αντικείμενο. Με τον καιρό η λέξη αυτή στους γηγενείς Έλληνες και ιδίως αυτής της μικρής πόλης, πήρε την έννοια της βρισιάς, του βλάκα, του χαζού, χωρίς οι Πόντιοι να θίγονται γιατί οι περισσότεροί τους ήξεραν την αρχαιοελληνική της ρίζα. 
Νίκος - Κλεοπάτρα
Το 1949 παντρεύτηκα εκεί την Κλεοπάτρα, τελευταία θυγατέρα της οικογενείας Κ.Μ. Μια Κυριακή ο πρώτος σύγγαμβρός μου Ι.Χ., μας κάλεσε για τραπέζι στο οποίο θα παρευρίσκετο και ο δεύτερος σύγγαμβρος μου Α.Κ. Και οι δύο τους είχαν αγοράκια ο πρώτος τον Κωστάκη και ο δεύτερος τον Λούλη (Αργύρη), που πρέπει να πήγαιναν στο Δημοτικό. Ενώ στρώνονταν το τραπέζι, τα παιδιά, Κωστάκης και Λούλης, έπαιζαν κάτω απ’ αυτό, νομίζω «μπίλιες». Σε μία φάση του παιχνιδιού ο Λούλης, θεωρήσας ότι αδικήθηκε απηύθυνε στον Κωστάκη σε έντονο ύφος τη λέξη «αούτε». Οι αδελφές της γυναίκας μου κοκκίνισαν, κατσάδιασαν τους μικρούς που έφυγαν από το δωμάτιο, κι’ αυτό γιατί ήμουν Πόντιος και πιθανώς πίστευαν ότι θα παρεξηγιόμουν. Είναι όμως αλήθεια ότι πειράχτηκα, μα δεν το έδειξα.
Έτσι ο πατέρας πάντρεψε τις αδελφές μου, την μεν Μαρίκα με τον Μ.Τ., γιο του Παπαγιάννη στο Καρατζάτερε[1], την δε Κίτσα (Κυριακή) στο «Σέρτσελη»[2], με τον Σ.Κ., ο οποίος με τη Μικρασιατική καταστροφή βρέθηκε στη Γαλλία κι’ από κεί κατέληξε στο χωριό αυτό όπου διατηρούσε μέχρι το 1941 παντοπωλείο που ήταν συγχρόνως και καφενείο.
Ο Κων. Α. Βοβολίνης αναφέρει για τον πατέρα μου, δημοσιεύοντας και τη φωτογραφία του[3] ότι «... μετασχών δε εις τον Εθνικόν Αγώνα του Πόντου, κατεδικάσθη, το 1921 εις θάνατον παρά του τουρκικού στρατοδικείου. Μετά πολλάς περιπετείας κατόρθωσε να διαφύγη...», ερειδόμενος στις εκθέσεις του Μητροπολίτου Ιωακείμ (προφανώς Κιλκισίου) και του αρχιερατικού επιτρόπου της Μητροπόλεως Πολυανής και Κιλκισίου της 27ης Μαΐου 1947 και της 19ης Μαρτίου 1948 αντιστοίχως. Ο δε Αθαν. Παπαευγενίου[4], δημοσιεύων και αυτός ομοία φωτογραφία του αναφέρει ότι «... Το 1921 έλαβε ενεργό μέρος εις τον αγώνα υπέρ της ανεξαρτησίας του Πόντου καταδικασθείς δια τούτο υπό του Τουρκικού Στρατοδικείου εις θάνατον. Κατορθωθείσης της μη εκτελέσεως της αποφάσεως, εξορίσθη μετά της οικογενείας του εις Μάρας...». Δεν γνωρίζω σε ποιες μαρτυρίες στηρίχθηκαν οι εκθέσεις της Μητροπόλεως Κιλκίς και οι πληροφορίες του Π. Παπαευγενίου περί καταδίκης του πατέρα μου από Τουρκικό Στρατοδικείο και ματαίωσης εκτελέσεως της θανατικής του ποινής.  Η συμμετοχή του βεβαίως, του πατέρα, στο αντάρτικο του Πόντου από την άφιξη στη Μητρόπολη Αμασείας το Μάρτιο του 1908 του Καραβαγγέλη μέχρι την εξορία του στο Κουρδιστάν, που έγινε στις αρχές του 1919, πρέπει να θεωρείται βεβαία κι’ αυτό διότι ο κατά πάντα άξιος της πατρίδος και του Γένος εκείνος ιεράρχης, στον αγώνα του στον Πόντο χρησιμοποιούσε πρώτα τους υπ’ αυτόν ιερείς και προύχοντες και δι’ αυτών επέλεγε και οργάνωνε τον ένοπλο κατά των Τούρκων αγώνα, όπως έκανε και στην Καστοριά. Δεν μπορούσε λοιπόν ο πατέρας να μείνει έξω από έναν τέτοιον αγώνα και μάλιστα αναληφθέντα από τον ακτινοβόλο δεσπότη του. Άλλωστε ένας αντάρτικος ή άλλως ανορθόδοξος αγώνας ποτέ δεν έγινε και δεν γίνεται αποκλειστικά και μόνο από ένοπλους λαϊκούς μαχητές, αγώνας στον οποίο πρωτοστατούσαν πάντοτε οι κληρικοί κάθε βαθμού ιεροσύνης.

(Συνεχίζεται...)


[1]    Αργότερα «Βάλτα», ύστερα «Καμπάνη» και τώρα έδρα του Δήμου Γαλλικού-Κιλκίς.
[2]    Σήμερα «Σπουργίτι» - Κιλκίς
[3]    ο.π.σελ.306 και αρ.φωτογρ.133
[4]     ο.π. σελ. 40-41