Παρασκευή 23 Μαρτίου 2012

3. Η ζωή στο χωριό...


Το χωριό «Τζεβαπλή» πρέπει να ήταν έδρα κάποιου, μικρής δικαιοδοσίας, τουρκικού δικαστηρίου ή κάποιας μικρής διοικητικής αρχής, αν κρίνει κανείς από το γεγονός ότι το επίθετο  «cevapli» σημαίνει λόγος ή έγγραφο με απάντηση και το ουσιαστικό «cevap» η απάντηση, γι’ αυτό και μετονομάστηκε σε Λαοδικηνό, σε ανάμνηση της πολίχνης των στον Πόντο.  Σε μικρή απόσταση απ’ αυτό υπήρχαν άλλοι  οικισμοί , χωρίς σχολείο και εκκλησία όπως το «Χαϊνταρλή» και το «Αϊτσιλάρ», στους οποίους εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη με τους οποίους οι χωριανοί μας δεν είχαν ιδιαίτερες σχέσεις, ίσως διότι αυτοί μιλούσαν ελληνικά και ασχολούνταν κυρίως με την αιγοπροβατοτροφία ενώ εκείνοι μιλούσαν ποντιακά και τουρκικά και ασχολούνταν με τη γεωργία, το «Κάρτσαλι» με ποντίους κ.λπ. επτά χωριουδάκια που μαζί με τα παραπάνω ήταν γνωστά σαν οικισμός «Μπαϊράμ Ντερέ», τουλάχιστον μέχρι το 1926. Τα σπίτια στο χωριό  δεν είχαν υδραυλική εγκατάσταση και η προμήθεια σε νερό γίνονταν από ένα πηγάδι έξω από το χωριό στο δρόμο προς το «Χαϊνταρλή». Μια ή δύο φορές το χρόνο στήνονταν ολόκληρη επιχείρηση που έπαιρνε πανηγυρικό χαρακτήρα, για το άδειασμά του πηγαδιού  με κουβάδες και το καθάρισμα του βραχώδους πυθμένα του. Στο πηγάδι αυτό κάθε χρόνο,  τη νύχτα της πρωτοχρονιάς, πηγαίναμε οι νέοι και οι νέες και με το γύρισμα του χρόνου συναγωνιζόμασταν στο ποιος πρώτος θα αντλήσει νερό διότι υπήρχε η δοξασία ότι σε κάποια στιγμή της αλλαγής του χρόνου ανεύλιζε στο πηγάδι χρυσός. Στη μέση του χωριού μας και πολύ κοντά στο σπίτι μας υπήρχε πηγάδι πολύ βαθύ από το οποίο όμως δεν αντλούσαμε νερό διότι ήταν ακάθαρτο και μολυσμένο από τους Τούρκους, όπως έλεγαν οι γεροντότεροι.  Πολύ κοντά σ’ αυτό υπήρχε μια τεράστια μαρμάρινη γαβάθα σε κοινή των κατοίκων χρήση. Έβαζαν μέσα της σιτάρι, το έβρεχαν λίγο και τρεις-τέσσερες νέοι ή και νέες το κοπανούσαν με τεράστια ξύλινα σφυριά που τα ονόμαζαν «τοχμάδες» για να το αποφλοιώσουν. Η διαδικασία αυτή έπαιρνε πανηγυρικό χαρακτήρα και οι νέοι συναγωνίζονταν στο ποιος θα κατάφερνε δυνατό κοπάνισμα που πολλές φορές η επιτάχυνσή του γινόταν εξαντλητική. Ήταν μια μορφή επιδείξεως δυνάμεως όταν μάλιστα στη διαδικασία συμμετείχαν και εύρωστες και κοκκινομάγουλες ποντιοπούλες. Το αποφλοιωμένο αυτό σιτάρι μετά το στέγνωμά του το άλεθαν σε πέτρινους χειρόμυλους για να γίνει το πλιγούρι, τα ποντιακά «κορκότα» που δεν έλειπε από κανένα ποντιακό σπίτι.
Η γιαγιά Σοφία και η κόρη της Μαρίκα
Με την εγκατάσταση της οικογένειας στο χωριό, οι αδελφές μου Μαρίκα και Κίτσα άρχισαν να πηγαίνουν στο σχολείο. Στο δεύτερο ή τρίτο χρόνο αγόρασε ο πατέρας ένα σπίτι στο κέντρο της Μενεμένης στη Θεσσαλονίκη, δίπλα στη σπανίως λειτουργούσης δευτερεύουσας σιδηρο-δρομικής γραμμής που οδηγούσε από τον κεντρικό σταθμό σε παρακείμενο στρατόπεδο εφοδιασμού του στρατού. Στο σπίτι αυτό εγκατέστησε τις νεαρές αδελφές μου για να μάθουν την τέχνη της υφαντικής χαλιών, έστειλε δε και τη θεία μου τη Γεσθημανή, αδελφή της μητέρας μου, για να τις προσέχει. Ίσως στη λήψη της απόφασής του αυτής να συνέτεινε το γεγονός της επιβιώσεως αυτού και της οικογένειάς του στις εξορίες από την τέχνη του γανωτή που άσκησε επικερδώς στους νομάδες Κούρδους και στους Τούρκους στο Χαλέπι, ή ακόμα η γέννηση των διδύμων τέκνων του, δηλαδή της αδελφής μου Νίκης και εμού ή και ίσως πιστεύοντας ότι αν μάθουν την υφαντική και γυρνώντας στο χωριό πιο εύκολα θα παντρεύονταν. Πάντως μετά από δύο χρόνια τις ξανάφερε στο χωριό με την επιδίωξη να τις παντρέψει με προσφυγόπουλα, επηρεασμένος από το γενικότερο κλίμα της καθημερινής αντιπάθειας έως και της εχθρότητας των γηγενών Ελλήνων προς τους εκ Μ.Ασίας πρόσφυγες που μιλούσαν άλλοι Τουρκικά και άλλοι Ποντιακά, αποκαλώντας τους «τουρκόσπορους», αντιπάθεια που κι’ εγώ πολύ αργότερα ένοιωσα στο στρατό με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις στην κρίση των επιδόσεών μου στα καθήκοντα που μου ανατίθονταν. Τότε ήταν που κυκλοφόρησε κάποιο τραγούδι για τη δολοφονία μιας προσφυγοπούλας από την ντόπια πεθερά της διότι ο γιος της την παντρεύτηκε ύστερα από έρωτα. Το τραγούδι αυτό εντυπώθηκε βαθιά στη μνήμη μου κι αν αυτή δε με απατά οι στίχοι του είναι οι παρακάτω.
Αρχοντογιός, αρχοντογιός παντρεύεται
Και παίρνει προσφυγούλα,
Προσφυγούλα μαυρομάτα μου
Και παίρνει προσφυγούλα
Προσφυγούλα σε κλαιν τα μάτια μου

Σαν τόμαθε, σαν τόμαθε η πεθερά
Πολύ της κακοφάνη
Προσφυγούλα μαυρομάτα μου
Πολύ της κακοφάνη
Προσφυγούλα σε κλαιν τα μάτια μου

Πιάνει δυο φι’ , πιάνει δυο φίδια ζωντανά
Κι’ ευθύς τα τηγανίζει
Προσφυγούλα  μαυρομάτα μου
Κι’ ευθύς τα τηγανίζει
Προσφυγούλα σε κλαίν’ τα μάτια μου

Έλα νύφη μ’, έλα νύφη μ’ να φας φαΐ
Ψάρια τηγανισμένα
Προσφυγούλα μαυρομάτα μου
Ψάρια τηγανισμένα
Προσφυγούλα σε κλαίν’ τα μάτια μου

Και με την πρω΄ και με την πρώτη πιρουνιά
Η νύφη εφαρμακώθη
Προσφυγούλα μαυρομάτα μου
Η νύφη εφαρμακώθη
Προσφυγούλα σε κλαίν’ τα μάτια μου.

Υπάρχει και η τελευταία στροφή, που δεν θυμάμαι, και αναφέρεται στην επιστροφή του «αρχοντογιού», ο οποίος διαπιστώνοντας τη συμπεριφορά της μάνας του προς την αγαπημένη του, της λέει να ξαναπαντρευτεί, να κάνει άλλο γιο, τον οποίο να παντρέψει με κόρη της αρεσκείας της και αυτοκτονεί.

(Συνεχίζεται...)